Σε όσους δεν λέει απολύτως τίποτα το όνομα Ντον Λετς, αξίζει καταρχάς να τους προσφέρουμε ένα φρεσκάρισμα στη μνήμη. Dj του θρυλικού λονδρέζικου κλαμπ Roxy στις μέρες των τελών του 70, όταν κάθε βρετανική μπάντα επιχειρούσε εκεί την πρώτη της εμφάνιση και μερικές από τις πιο θρυλικές ροκ παρέες ξεμύτιζαν δειλά, ο Λετς έφερε σε επαφή θαμώνες και εκκολαπτόμενους μουσικούς με τα ρέγκε και dub μουσικά ιδιώματα, βασισμένος σε μια ιδιαίτερα πλούσια και πολύ ενημερωμένη δισκοθήκη που είχε στην κατοχή του.
Η επιρροή του Ντον Λετς σε πολλά από τα αναδυόμενα συγκροτήματα στάθηκε ιδιαίτερα καθοριστική - τόσο, ώστε πιστεύεται ακόμη και σήμερα από πολλούς γνώστες του θέματος ότι μεγάλο μέρος της μετέπειτα έμπνευσης που θα εκδήλωνε η πανκ σκηνή στο να χρησιμοποιεί τέτοιους ήχους οφειλόταν στα δικά του ακούσματα.
Εξοχος γνώστης της εποχής κατά την οποία η πιο ριζοσπαστική ηχητική δήλωση των τελευταίων τριάντα χρόνων ύψωνε ανάστημα, ο Λετς ξέρει από πρώτο χέρι για τι πράγμα ακριβώς μιλάει στην ταινία του. Φρόντισε, παρόλα αυτά, να κρατήσει για τον εαυτό του αποκλειστικά τον ρόλο του σκηνοθέτη και να δώσει τον λόγο σε όσους περισσότερους από τους αληθινούς πρωταγωνιστές της πανκ μουσικής σκηνής κατάφερε να εντοπίσει. Ενα έργο που ομολογουμένως δεν είναι τόσο εύκολο όσο πιθανώς ακούγεται στην αρχή.
Ετσι λοιπόν ο Λετς μάς εντυπωσιάζει από πολύ νωρίς με την πληθώρα των ονομάτων που έχει συγκεντρώσει. Το Punk: Attitude μοιάζει με ένα συνεχές επισκεπτήριο από το οποίο περνούν μερικές από τις πιο εντυπωσιακές μουσικές προσωπικότητες των έσχατων δεκαετιών. Ο Μάρτιν Ρεβ των Suicide, η Siouxsie Sioux, ο Τζον Κέιλ, ο Ντέιβιντ Γιοχάνσεν των New York Dolls, μέλη των Clash και των Sex Pistols εναλλάσσονται με άξιους συνεχιστές τους, όπως ο Χένρι Ρόλινς (πρώην Black Flag), ο Τζέλο Μπιάφρα των Dead Kennedys, ο Θέρστον Μουρ των Sonic Youth, αλλά και με πιστούς οπαδούς τους έξω από τον χώρο της μουσικής, όπως ο Τζιμ Τζάρμους και η Μέρι Χάρον.
Με όλες αυτές τις παρουσίες, το φιλμ γίνεται ένα πολυφωνικό μωσαϊκό, κομμάτια του οποίου χρησιμοποιεί ο Λετς για να σκιαγραφήσει τις απαρχές, την επικράτηση, τον πολιτιστικό αντίκτυπο και τη μετεξέλιξη του πανκ από το ξεκίνημά του στην Αμερική μέχρι το πέρασμά του στην Ευρώπη και από τους πρώτους ανεπίσημους εκπροσώπους του μέχρι το κίνημα του no wave.
Με εκπληκτικό αρχειακό υλικό στη διάθεσή του και τόσο εκλεκτούς επίτιμους προσκεκλημένους να παρελαύνουν μέσα από τις εικόνες του, θα περίμενε κανείς από τον Λετς να παραδώσει την απόλυτη φιλμική κατάθεση πάνω στο συγκεκριμένο μουσικό είδος. Να, όμως, που τα πράγματα δεν εξελίσσονται ακριβώς όπως θα τα θέλαμε. Με το που εισχωρεί η ταινία στη δεκαετία του 80 και στην αργή παρακμή του πανκ, ο Λετς μοιάζει να χάνει λίγο την αντικειμενική εικόνα του θέματός του. Ολόκληρα κινήματα, όπως η σκηνή του Λος Αντζελες ή το τότε αμερικανικό ανεξάρτητο ροκ, περνούν χωρίς να αγγίζουν, μεγάλης σημασίας συγκροτήματα όπως οι Χ απουσιάζουν εντελώς. Ακόμα, εμβληματικά γκρουπ, όπως οι Husker Du, οι Pixies ή οι Replacements, που κάλυψαν με το παραπάνω το κενό που μεσολάβησε μέχρι το grunge, μοιάζουν σαν να μην υπήρξαν ποτέ για τον σκηνοθέτη. Πιο συζητήσιμο, ωστόσο, κομμάτι όλου του φιλμ μοιάζει η σιγουριά με την οποία ο Λετς αναγορεύει τους Nirvana σε ένα είδος μοντέρνου μεσσία των μουσικών δρωμένων, στον οποίο φαίνεται να μετεμψυχώθηκε και να κατέληξε η ουσία ολόκληρου του πανκ κινήματος.
Ακόμη και με αυτές τις αρκετά σημαντικές αντιρρήσεις, όμως, το Punk: Attitude παραμένει ένα υποδειγματικό ντοκουμέντο, γυρισμένο με τέτοιον αλάθητο ρυθμό και αδιάκοπη σκηνοθετική ροή, ώστε δεν σε αφήνει να πάρεις στιγμή τα μάτια σου από επάνω του. Αν μάλιστα ανήκεις στους τυχερούς εκείνους που έτυχε να έχουν ζήσει από κοντά τις μέρες των Pistols ή νωρίτερα των Television, των Velvet Undergrοund και των Stooges, θα βγάλεις όλη τη διάρκεια της προβολής με ένα ρίγος συγκίνησης μονίμως καρφωμένο στη σπονδυλική σου στήλη. Και δίκαια...
ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα
Τι άλλο χρειάζεται κανείς να μάθει για τον Ντον Λετς, προκειμένου να έχει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για τις άφθονες πτυχές αυτής της πολυδιάστατης περσόνα; Εκτός από τη δουλειά του dj, που ήδη προαναφέραμε, ο Λετς υπήρξε συν-ιδιοκτήτης των δυο περίφημων πανκ μπουτίκ Acme Attractions και Boy του Λονδίνου κατά τη διάρκεια των seventies, χρημάτισε ως μάνατζερ των Slits, έφτιαξε τους Big Audio Dynamite παρέα με τον Μικ Τζόουνς των Clash, γύρισε βίντεο κλιπ για τους Public Image, Elvis Costello, Bob Marley, Pretenders, Pogues, SExpress, κυκλοφόρησε ρέγκε και dub δισκογραφικές συλλογές, σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ, όπως το ΤΗΕ PUNK ROCK MOVIE (χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό που είχε συλλέξει ο ίδιος), το αφιερωμένο στον Marley LEGEND, το RETURN OF ΤΗΕ SUPER ΑΡΕ για τον Lee «Scratch» Perry και το εξαιρετικό WESTWAY ΤΟ ΤΗΕ WORLD για τους Clash. Το 1997 αποφάσισε να κάνει το πέρασμά του από το ντοκιμαντέρ στο σινεμά μυθοπλασίας, με την ταινία DANCEHALL QUΕΕΝ.
Κοιτάζοντας στο παρελθόν αυτής της τόσο καθοριστικής για τη μουσική εποχής, ο Λετς του 2005 έχει να σημειώσει τα εξής: «Το πανκ παραμένει μέχρι σήμερα ένα γλαφυρό μοντέλο του πώς ένα αμιγώς νεανικό κίνημα μπορεί να επιφέρει αληθινή αλλαγή στην τέχνη και τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι. Το πανκ παραμένει, δυστυχώς, και η μοναδική ολοκληρωμένη μορφή υποκουλτούρας στη Μεγάλη Βρετανία. Ηταν ολοκληρωμένη με την έννοια ότι δεν παρήγαγε μοναχά ένα πλήθος από μουσικούς, αλλά και πολλούς συγγραφείς, ποιητές, φωτογράφους, δημοσιογράφους, σχεδιαστές μόδας και σκηνοθέτες. Το πνεύμα της πανκ ροκ θα στέκει για πάντα ως η γέφυρα μέσω της οποίας μια ολόκληρη νεολαία πραγματοποίησε το αποφασιστικό της πέρασμα προς την ωριμότητα. Πιστεύω πως κάθε γενιά έχει ανάγκη από ένα τέτοιο κίνημα...».
Ο Φεντερίκο Φελίνι είχε πει για τον Λετς, βλέποντας δουλειά του, ότι είχε τη σκηνοθετική ματιά ενός τρομοκράτη. «Ακούγεται καλύτερα αυτό που είπε στα Ιταλικά», συμπλήρωσε εκείνος χαριτολογώντας.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ