Νεαρή Ρωσίδα φτάνει στην Ελλάδα για να φέρει την αναστάτωση και απροσδόκητες ανατροπές στις ισορροπίες του σπιτιού όπου πιάνει δουλειά ως οικιακή βοηθός.
Το δειλό της χαμόγελο. Τα σπαστά ελληνικά της. Τα δάκρυα στα μάτια της. Το κορμί της, έτσι όπως προσπαθεί να περάσει διστακτικά ανάμεσα σε ανθρώπους και πράγματα. Σαν να μην θέλει να αγγίξει. Σαν να φοβάται. Αυτή είναι η Λιούμπη. Μια κοπέλα φτιαγμένη θαρρείς από εύθραυστη πορσελάνη σε έναν σκληρό κι αιχμηρό κόσμο. Το τελευταίο φρούριο αθωότητας, όταν όλα γύρω του μοιάζουν να έχουν διαβρωθεί. Δύσκολο να παραμείνεις ανέπαφος, όταν όλοι θέλουν κάτι από σένα. Δύσκολο να γίνεις κατανοητός, όταν είσαι ξένος σε ξένη χώρα, σε δυσμένεια, σε ανάγκη. Η Λιούμπη προσπαθεί να τα καταφέρει, και το πολύτιμο κρύσταλλο από το οποίο είναι καμωμένη ραγίζει, όπως ραγίζει η καρδιά της.
Αυτή τη θλιμμένη πορεία προς την μοναξιά, τη σιωπηλή απόγνωση, το πέρασμα ενός τέτοιου πλάσματος σε μια πραγματικότητα που νομοτελειακά κατασπαράζει τους αδύναμους κινηματογραφεί η Λάγια Γιούργου. Η σκηνοθεσία της φανερώνει νεύρο αλλά και αγάπη, έτσι όπως ψάχνει να βρει διέξοδο για τη νεαρή ηρωίδα της από το μικροαστικό και μίζερο νεοελληνικό κελί όπου θα βρεθεί φυλακισμένη. Το σενάριο της ενδίδει συχνά σε βιαστικές επιλογές, αλλά είναι ειλικρινές. Τα πάντα σε αυτό το φιλμ είναι, εντούτοις, η ηρωίδα και η υπέροχη ανακάλυψη που την υποδύεται. Τόσο άμεση και συγκινητική είναι η Κάπλαν, ώστε η ερμηνεία της σε διαπερνά μερικές φορές σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Μέσα από τα πανέμορφα χαρακτηριστικά της, το εκφραστικό της βλέμμα, η Λιούμπη υπερβαίνει τις σελίδες του σεναρίου, το μελάνι στο χαρτί και αποκτά υπόσταση, μας γίνεται κοντινή και οικεία. Αναπνέει, σκιρτά και βουρκώνει. Και δεν χρειάζεται παρά να την κοιτάζεις για να βουρκώνεις μαζί της κι εσύ...
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ