Μια γυναίκα που αναζητά την άρρωστη κόρη της σε μια πόλη φάντασμα έρχεται αντιμέτωπη με παράξενα φαινόμενα και δαιμονικά πλάσματα.
Πέντε χρόνια πάλεψε ο Γάλλος Κριστόφ Γκανς προκειμένου να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του ομώνυμου ιαπωνικού βιντεοπαιχνιδιού και τα κατάφερε χάρη στον παιδικό ενθουσιασμό του. Το ότι ανήκει στους σκηνοθέτες που ασχολήθηκαν με το σινεμά αφού ως πιτσιρικάδες καταβρόχθισαν τόνους b-movies και ασιατικής ποπ κουλτούρας το απέδειξε και με το παραπάνω στην Αδελφότητα Των Λύκων. Σε αντίθεση με το υπερκινητικό μείγμα pulp λογοτεχνίας και πολεμικών τεχνών της Αδελφότητας, όμως, με την υπερβολική χρήση της αλά Matrix slow motion τεχνικής, είναι προς τιμήν του που αυτή τη φορά προτίμησε την ambient ατμόσφαιρα και προς τιμήν του -βραβευμένου με Οσκαρ για το Pulp Fiction- Εϊβερι, που προσπάθησε να δώσει μια κάποια υπόσταση στο εξαρχής καταδικασμένο είδος της videogame διασκευής. Δυστυχώς, η αίσθηση της... αλλαγής πίστας είναι ακόμη εμφανής, ενώ η σουρεαλιστική παρέλαση αποκρουστικών πλασμάτων αναιρεί την όποια βεβιασμένη λογική εξήγηση και αντιστρόφως. Το σενάριο δεν δικαιολογείται εν τέλει ούτε με τους όρους του σινεμά του φανταστικού, καθώς, παρασυρμένοι από τις αμέτρητες δυνατότητες γοτθικής εικονογραφίας που τους χάρισε το γενναιόδωρο μπάτζετ, οι δημιουργοί του Silent Hill αγνόησαν χαρακτήρες και πλοκή. Αυτό που μένει είναι η ατμοσφαιρική καλλιτεχνική διεύθυνση της Κάρολ Σπίερ, μόνιμης συνεργάτιδας του Κρόνενμπεργκ, που αποδίδει επιβλητικά την στοιχειωμένη πόλη, όπου διαρκώς χιονίζει στάχτες, και μια νοσηρή κλιμάκωση, βγαλμένη θαρρείς από τις σελίδες ενός Λάβκραφτ ή ενός Κλάιβ Μπάρκερ. Ισως η καλύτερη ταινία γεννημένη από βιντεοπαιχνίδι, αν αυτό λέει ακόμη κάτι, ο αυθεντικός όμως τρόμος είναι για άλλη μια φορά απών.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ