Είκοσι χρόνια απαγορευμένου έρωτα μεταξύ δυο νεαρών καουμπόηδων που προσπαθούν μάταια να τον εξορκίσουν.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες καταδικασμένης αγάπης και ανέφικτου έρωτα στο σινεμά. Καμιά δεν μοιάζει όμως με τη ρομαντική μπαλάντα του Ανγκ Λι. Οχι επειδή τολμά και πλέκει τον παθιασμένο ιστό της γύρω από δυο καουμπόηδες που προσπαθούν να καταλάβουν την έλξη του ενός για τον άλλον. Ούτε γιατί επικαλείται την απαράβατα αρσενική μυθολογία της Δύσης με σκοπό να την καταλύσει με την ήσυχη επίθεση που εξαπολύει.
Το Brokeback Mountain είναι ένα βουνό από εμπόδια τα οποία ο Ταϊβανέζος σκηνοθέτης υπερπηδά με μια δύναμη που πηγάζει από καρδιάς. Δίνει κοσμικές διαστάσεις σε ένα εξεζητημένο love story, κατορθώνοντας να ενώσει γύρω του θεατές διαφορετικού φύλου και πεποιθήσεων. Σπάει καλούπια και προκαταλήψεις, αναγκάζοντάς σε να βουρκώσεις βλέποντας δυο άντρες να ερωτοτροπούν σαν κυνηγημένα αγρίμια, τα οποία καμιά γωνιά σε αυτό τον κόσμο δεν βρίσκεται για να τα δεχτεί. Διδάσκει την ανοχή και την ελευθερία της βούλησης σε μια εποχή διογκούμενου νεοσυντηρητισμού, όπου τέτοιες έννοιες μοιάζουν να παραλείπονται διακριτικά. Μοιράζει το δυσβάσταχτο βάρος ενός μυστικού έρωτα στις πλάτες δυο ηρώων που τον κουβαλούν σαν σταυρό, ανεβαίνοντας τον συναισθηματικό τους Γολγοθά.
Κυρίως όμως εξιστορεί μια τραγωδία. Την τραγωδία ενός άντρα που διάλεξε να αποχωριστεί αυτό που αγάπησε περισσότερο από φόβο μήπως τον εξοστρακίσει ο αυστηρός περίγυρος. Ενός ήρωα που χτίζει μόνος την προσωπική του εξορία πίσω από σφιγμένα δόντια που προσπαθούν να ψελλίσουν λέξεις αγάπης και βασανισμένες ματιές που ντρέπονται να κοιτάξουν. Μέσα από την χαμηλόφωνα συγκλονιστική του απάρνηση, η ταινία αποκτά όλο το θλιμμένο μεγαλείο που τόσο τρυφερά θα σου ραγίσει την καρδιά. Βλέποντας τον Λέτζερ να εισπνέει τη μυρωδιά από ένα πουκάμισο που ανήκε στον άνθρωπο που λάτρεψε απόλυτα, νιώθεις κάθε σπιθαμή από την οδύνη του να σε διαπερνά. Ακούγοντάς τον να ξεσπά, μόνος πλέον στην σιωπή του, αισθάνεσαι να υποχωρούν και οι τελευταίες σου συγκινησιακές αντοχές. Τα μάτια σου δακρύζουν σαν τα δικά του...
Πλάι του, το βουνό του τίτλου γίνεται ένας συμβολικός τόπος ουτοπίας, ανέφικτης ελευθερίας και μάταιης φυγής. Στέκει για να υπενθυμίσει διαρκώς κάτι που ήταν πολύ όμορφο αλλά δεν γινόταν να διαρκέσει. Χρησιμεύει ως σύντομο καταφύγιο, ως άσυλο και ως άλλοθι. Ρίχνει τη σκιά του στους ανθρώπους σαν το μνημείο μιας αγάπης, απόλυτης και σαρωτικής, που αποδεικνύεται όμως άπιαστη, μια χίμαιρα. Και στο τέλος μένει για να κοσμεί μελαγχολικά το περιεχόμενο μιας αναμνηστικής καρτ ποστάλ. Καρφωμένης σε μια πόρτα, πλάι από μια κρεμάστρα με δυο πουκάμισα αγκιστρωμένα επάνω της. Ενα για τον Ενις. Κι ένα για τον Τζακ. Τους δυο πρωταγωνιστές του βουβά σπαρακτικού Μεγάλου Ερωτικού που συνέθεσε ο Λι.
Λoυκάς Κατσίκας