Οταν η ψυχολογικά ασταθής Ντάσα εγκαταλείπει τα παιδιά της, δυο γείτονες αναγκάζονται να τα πάρουν υπό την προστασία τους.
Μεγάλος νικητής του Σαν Σεμπαστιάν και των περσινών Νυχτών Πρεμιέρας, όπου τιμήθηκε με τη Χρυσή Αθηνά, ο Μπόνταν Σλάμα χαράζει δύσκολα μονοπάτια μέσα από τα ερείπια μιας χώρας στα πρόθυρα της αναδόμησης, με μοναδική συνοδεία μια χούφτα εξαίρετων ηθοποιών που χρωματίζουν αβίαστα με τις ερμηνείες τους τα θολά, γκρίζα τοπία του. Με φόντο μια υποβαθμισμένη τσέχικη συνοικία, που πνίγει εξαρχής οποιαδήποτε απόπειρα ρομαντισμού σε πυκνά σύννεφα βιομηχανικών αναθυμιάσεων, μια νέα γυναίκα προσμένει το πολύτιμο εισιτήριο για την Αμερική το οποίο θα τη γλιτώσει απ τη μιζέρια, ενώ ο καλύτερός της φίλος, κρυφά ερωτευμένος μαζί της, επισκευάζει το υπό κατάρρευση σπίτι της μποέμισσας θείας του, κάνοντας αβέβαια όνειρα για το μέλλον τα οποία εξατμίζονται πριν καλά καλά προλάβουν να σχηματιστούν. Μόνο που σ' αυτό το ξεθωριασμένο παραμύθι οι ευχές όχι μόνο δεν εκπληρώνονται δια μαγείας, αλλά η μοίρα φροντίζει να φέρει στο δρόμο τους ό,τι ακριβώς επιθυμούν λιγότερο: δυο ανυπεράσπιστα μικρά παιδιά, τα οποία θα χρειαστούν κάτι αποτελεσματικότερο από νεραϊδόσκονη για να ξεπεράσουν τον πόνο της εγκατάλειψης.
Αποφεύγοντας τα συναισθηματικά κλισέ που συχνά υπονομεύουν ανάλογα σενάρια αυτοσχέδιων οικογενειών, χωρίς ωστόσο να στερεί από τους πρωταγωνιστές της τις ανθρώπινες στιγμές που εύλογα προκύπτουν όταν ο οίκτος μετατρέπεται σε τρυφερότητα, η ταινία αρχίζει σιγά σιγά να εμπνέει μια γνώριμη οικειότητα που θυμίζει... κάτι σαν ευτυχία. Η σύντομη, αλλά καταλυτική εμφάνιση της Ανα Γκεϊσλέροβα στο ρόλο της ψυχολογικά διαταραγμένης μητέρας των παιδιών απέσπασε το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου στο Σαν Σεμπαστιάν. Ενας ελάχιστος φόρος τιμής σε ένα εκπληκτικό καστ που προσαρμόστηκε στα αχνά τοπία της Βοημίας με απόλυτη φυσικότητα, δανείζοντας ένα έντονο στοιχείο ρεαλισμού σε μια ιστορία που περισσότερο μοιάζει να έχει ξεπηδήσει μέσα από την καθημερινή συμβίωση των ηθοποιών παρά από την πένα του σεναριογράφου. Η δράση συμβαδίζει αρμονικά με τη διαδοχική εναλλαγή των εποχών, που σηματοδοτεί τις συναισθηματικές αλλαγές των ηρώων χωρίς να επηρεάζει ιδιαίτερα τη χρωματική παλέτα του Ντίβις Μάρεκ, κάνοντας τον θεατή να δένεται όλο και περισσότερο μαζί τους κάθε φορά που αλλάζουν χρώμα τα φύλλα των δέντρων - μέχρι που ένα μουντό φθινοπωρινό πρωινό η κάμερα αρνείται να τους ακολουθήσει άλλο, αφήνοντας πίσω της ένα ανεξήγητο αίσθημα απώλειας...
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ