Πεθαίνοντας Στην Αθήνα

02.04.2007
Παντρεμένος καθηγητής που διατηρεί σχέση με δύο ερωμένες μαθαίνει ότι είναι αθεράπευτα άρρωστος κι ότι έχει λίγους μήνες ζωής.

Τα χρόνια δεν περνάνε μόνο για το μεσήλικο loverboy του Σπύρου Παπαδόπουλου στο «Πεθαίνοντας Στην Αθήνα». Περνάνε για όλους μας, φέρνοντας μαζί τους -πέρα από κάποιες ηρωικές και μοιραίες περιπτώσεις- την ωριμότητα, σαν αντίβαρο στην γκριζάδα της φθοράς. Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν, που έλεγε κι ο ποιητής.

Αντικρίζοντας λοιπόν μια ταινία τόσο γενναία μα ετερόκλητη, ευγενών προθέσεων μα... θανάσιμα αποστασιοποιημένη από τους ήρωές της όσο το Πεθαίνοντας, υβρίδιο μιούζικαλ και δράματος που τελικά δεν είναι τίποτα από τα δύο, αναρωτιέμαι: Μήπως ο Παναγιωτόπουλος, διαχρονικά σπουδαίος σκηνοθέτης του ελληνικού σινεμά μετά από τα απελευθερωτικά Χρώματα Της Ιριδας, ξεκίνησε... από το τέλος του κινηματογράφου με εκείνη την ανατρεπτική του ταινία; Μήπως αποθέωσε νωρίς τον επαναστατικό φαταλισμό του ευρωπαϊκού σινεμά του 60 και του 70, για να ωριμάσει με μια εκλεκτική περιπλάνηση στα κινηματογραφικά είδη στα πρόσφατα, αξιοθαύμαστα παραγωγικά του χρόνια;

Το «Πεθαίνοντας Στην Αθήνα» τελικά δεν έχει τις απαντήσεις. Σαν αλλόκοτος απόηχος του «All That Jazz» του Μπομπ Φόσι (all time classic μιούζικαλ για τον θάνατο στην πλήρη ναρκισσιστική του δόξα), μετράει τις στιγμές του μα δεν φτάνει σε καμία δραματουργική κορύφωση. Κι αν σκεφτείς πόσο ανυπόστατο γίνεται το δράμα εξαιτίας της μαζικής σεναριακής και σκηνοθετικής αποστασιοποίησης, το (άκρως συζητήσιμο) εγκεφαλικό φινάλε εξαφανίζει κάθε ελπίδα συναισθηματικής συμμετοχής. Είναι η αποστασιοποίηση αυτή ξεκαθάρισμα λογαριασμών απέναντι στον θάνατο, ένα πολύφερνο ρίξιμο του γαντιού στο τέλος όλων των μύθων; Κι αν ναι, δεν θα στεκόταν ένα σκαλάκι ψηλότερα αν έδενε πραγματικά με τις έντεχνες μπαλάντες του Κραουνάκη και τις υπερβολικά αποσπασματικές, (χορο)θεατρικής διάστασης χορογραφίες;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ