Στην πρώτη του αποστολή ως 007, ο Τζέιμς Μποντ αντιμετωπίζει έναν διαχειριστή χρημάτων τρομοκρατών και ερωτεύεται μια εντεταλμένη των βρετανικών αρχών.
Ξέρω αρκετούς που θα παραπονεθούν επειδή η ολοκαίνουργια ταινία Μποντ (μια από τις καλύτερες στο ενεργητικό της μακρόβιας σειράς) γυρίζει ως επί το πλείστον πλάτη στις εξόφθαλμες κασκάντες, τις εκατόμβες πυροτεχνικών εφέ, τις εξυπνακίστικες ατάκες και τα κοσμοπολίτικα πηγαινέλα που με τα χρόνια φόρτωσαν τη σειρά με μια πληκτικά οικεία γραφικότητα. Το Casino Royale, όμως, πατά σωστά το κουμπί της επανεκκίνησης σε μια κουρασμένη μυθολογία για να μας συστήσει εκ νέου έναν αρκετά διαφορετικό Μποντ: τραχύ και αμείλικτο στην πρακτορική σταυροφορία του, τρωτό εντούτοις μπροστά σε μια σειρά από προσωπικά διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει και αμήχανο απέναντι στην διαπίστωση ότι το αδιαπέραστο περίβλημα το οποίο συντηρεί γύρω του κρύβει τελικά μια ψυχή μέσα του. Εισδύοντας σε έναν ρόλο που εδώ και δεκαετίες έπαψε να έχει το παραμικρό απτό χαρακτηριστικό και έγινε ένα μοδάτο, υπερρεαλιστικό σύμβολο, ο Ντάνιελ Κρεγκ αφήνει, πίσω από το σχεδόν ανέκφραστο προσωπείο και την ατσαλένια σωματική κατατομή, να φανεί για πρώτη φορά ένας πραγματικός χαρακτήρας.
Ο Μποντ του βρίσκεται πολύ κοντά στο ψυχρό, κυνικό λογοτεχνικό μοντέλο που είχε οραματιστεί ο Ιαν Φλέμινγκ, ταυτόχρονα όμως μας αποκαλύπτεται ως ένας δραματικός ήρωας που συνειδητοποιεί σταδιακά ότι για να περάσει στα εδάφη του μύθου θα πρέπει προηγουμένως να θυσιάσει κάθε ανθρώπινη ιδιότητά του. Κάπως έτσι, το εξαιρετικό φινάλε της ταινίας δεν προσφέρει την κατακλείδα σε μια ακόμη κεφάτη υπερπεριπέτεια του δημοφιλούς κατασκόπου. Γίνεται δήλωση μιας χειρονομίας πλήρους αυταπάρνησης και αυτοκαταστροφής, κατά την οποία ο ήρωας συνθλίβει κάθε γήινη υπόσταση για να εγείρει πάνω της ένα αμοραλιστικό είδωλο, μια αλάνθαστη μηχανή που σκοτώνει. Αυτή που δευτερόλεπτα πριν τους τίτλους του τέλους θα μας συστηθεί μια για πάντα ως «Μποντ...Τζέιμς Μποντ»...
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ