ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΚΑ ΚΑΤΣΙΚΑ
Ιl Conformista (1970) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι DVD, περιοχής 1, widescreen (1.66:1), Paramount Home Video
Ο Κομφορμίστας είναι η τραγωδία ενός ατόμου που έχτισε ένα ηθικό κελί μέσα στο οποίο φυλάκισε για πάντα τον εαυτό του. Συνάμα, η ιστορία ενός ανθρώπου που θέλησε να ενσωματωθεί στην ανωνυμία του όχλου, προκειμένου να μην μοιάζει διαφορετικός. Ενα τραυματικό σεξουαλικό συμβάν από την παιδική του ηλικία και ένας πατέρας που έχασε τα λογικά του τον έσπρωξαν να συντηρεί από νεαρός την ψευδαίσθηση ότι απέχει από τους «κανονικούς» ανθρώπους. Σε μια προσπάθεια να εξορκίσει αυτή τη δυσβάσταχτη ενοχή, ο Μαρτσέλο υποβάλλει τον εαυτό του σε μια διαδικασία οικειοθελούς αυταπάρνησης. Παντρεύεται μια όμορφη αλλά παντελώς ρηχή μεσοαστή, εισχωρεί στο εσωτερικό του κυβερνώντος μουσολινικού καθεστώτος και γίνεται άβουλο όργανο των σκοτεινών μηχανισμών του κράτους. Ως αντάλλαγμα της φυσιολογικής ζωής που θα ήθελε, υποχρεούται να σκοτώσει. Μαζί του κουβαλά ένα πιστόλι το οποίο θα χρησιμοποιήσει ενάντια σε έναν παλιό καθηγητή του. Η διαδρομή δίνεται μέσα από μια σύνθετη, συνειρμική αφήγηση που ξετυλίγεται καθώς ο ήρωας διασχίζει με ένα αυτοκίνητο τη χιονισμένη γαλλική επαρχία, καθ’ οδόν για να δολοφονήσει τον πνευματικό μέντορά του. Ωσπου να συνειδητοποιήσει ότι η αναζήτηση του φυσιολογικού αποτελεί χίμαιρα σε έναν κόσμο που κυβερνάται από δυνάμεις του απρόοπτου...
Ακούγεται απίστευτο, ο Μπερτολούτσι όμως ήταν μόλις 29 ετών όταν υπέγραφε το αριστούργημα που ουδέποτε μπόρεσε να ξεπεράσει. Είχε μόλις ολοκληρώσει τη σπουδαία Στρατηγική Της Αράχνης, όταν η τότε φιλενάδα του τον παρότρυνε να διαβάσει τον «Κομφορμίστα» του Αλμπέρτο Μοράβια. Ο Ιταλός σκηνοθέτης άρχισε να επεξεργάζεται σεναριακά το βιβλίο, μεταφέροντάς το στην οθόνη, με μία βασική τροποποίηση: Στη διάρκεια των γυρισμάτων ο Μπερτολούτσι αποφάσισε να ανταλλάξει την ξεκάθαρη κατακλείδα του Μοράβια με ένα δικό του, αμφίσημο φινάλε. Μέσα από τον κυκλωτικό φακό του σκηνοθέτη, ο Κομφορμίστας ταξιδεύει στο φασιστικό παρελθόν της Ιταλίας με τον ίδιο τρόπο που το επιχειρούσε η προηγούμενη δημιουργία του: ενώνοντας το ατομικό με το συλλογικό και προσεγγίζοντας την οιδιπόδεια οδύσσεια του κεντρικού ήρωα μέσα από μια ψυχαναλυτική ματιά. Αντίθετα, όμως, με τις νατουραλιστικές τεχνοτροπίες της Στρατηγικής, ο Κομφορμίστας έπαιρνε τις στιλιστικές αντιλήψεις του Μπερτολούτσι και τις ανήγαγε σε ένα μεγαλειώδες, συγκλονιστικό σινεμά.
Καμιά άλλη ταινία δεν έχει συγκεράσει τόσο αξέχαστα την ομορφιά και την ποίηση με την παρακμή και το ανθρώπινο σκοτάδι. Καμιά μεταπολεμική ταινία δεν έχει χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία με τέτοιο διαλεκτικό και εκθαμβωτικό τρόπο, όπως το κάνει εδώ ο Βιτόριο Στοράρο. Σε όλη τη διάρκεια του φιλμ, ο Μαρτσέλο γυρεύει θέση σε έναν μπαρόκ, art deco διάκοσμο, η ιλαροτραγική ιστορία του ανοίγει δρόμο μέσα από αποχρώσεις μελαγχολικών απογευμάτων και εκτυφλωτικών πρωινών που σκιάζει μόνο η σήψη και ο θάνατος. Ο Μπερτολούτσι τον ακολουθεί, φιλμάροντας την ανυπαρξία του μέσα σε μια αποθέωση του χρώματος και του φωτός και μεταμορφώνοντας στην πορεία κάθε πλάνο του φιλμ σε εκστατική τέχνη.