Ό,τι πιο ενδιαφέρον συμβαίνει στην ταινία έχει να κάνει με την ιδέα που κρύβεται πίσω της. Καθώς ο σεναριογράφος Γκάι Χίμπερτ μίλησε ξεχωριστά σοτυς δύο αληθινούς τραγικούς ήρωες αυτής της ιστορίας (το πρώτο μέρος της ταινίας είναι αληθινό) και αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε σε μια υποθετική τους συνάντηση. Συνδυάζοντας λόγια και συναισθήματα, έγραψε την ταινία χρονολογώντας την υποθετική τους συνάντηση. (Που δε συνέβη ποτέ.)
Όμως στην πραγματικότητα το εγχείρημα βρίθει προβλημάτων. Το έξυπνο αρχικό τρικ έρχεται να δαγκώσει την ταινία από πίσω, μετατρέποντας ένα εν δυνάμει σπουδαίο σχόλιο πάνω στον πόνο και τη συγχώρεση σε κάτι που προσεγγίζει ένα κακογραμμένο μονόπρακτο. Με υπερεπεξηγηματικούς μονολόγους που κάπως άβολα περιγράφουν συναισθηματικές διαδρομές με τρόπο άκρως βολικό και τακτοποιημένο, και χρησιμοποιώντας ενοχλητικά ή ακόμα και αστεία αυτοψυχαναλυτικά τσιτάτα. Όλα αυτά εντείνονται από τη σκηνοθεσία-βομβαρδισμό του Όλιβερ Χιρσμπίγκελ (της αριστουργηματικής "Πτώσης") ο οποίος ατσούμπαλα προσπαθεί να δημιουργήσει σασπένς από το παραμικρό, μετατρέποντας αυτό που θα έπρεπε να είναι ένα χαμηλών τόνων εσωτερικό δράμα σε κάτι που προσεγγίζει περισσότερο κάποια ταινία τρόμου.
Και είναι εύκολο να φύγει κάποιος από την ταινία με μια αίσθηση έξοχων ερμηνειών από το πρωταγωνιστικό δίδυμο, αλλά στην πραγματικότητα και αυτών ο τόνος είναι τρεις σκάλες πάνω από όσο θα έπρεπε, ιδίως του (αγαπημένου, κατά τα άλλα) Τζέιμς Νέσμπιτ που φλερτάρει με το άθελα κωμικό. Η προσέγγιση κάθε καρέ αυτής της ταινίας είναι ένα μεγάλο λάθος, που επιτρέπει σε τόσο πολύ δημιουργικό ταλέντο να χαραμίσει ένα έξοχο concept.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ