Ρούμπα

22.07.2009
Τρελά ερωτευμένοι, η Φιόνα και ο Ντομ μοιράζονται το πάθος για τους λάτιν χορούς κι έχουν αναδειχθεί σε αστέρια των αντίστοιχων τοπικών διαγωνισμών. Επιστρέφοντας από μια τέτοια βραδιά, το ζευγάρι θα έχει ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που θα του αλλάξει ολοκληρωτικά τη ζωή.

Η ιδέα που δίνει πνοή στη «Rumba» είναι ιδανική για μια κινηματογραφική αποστολή αυτοκτονίας: να πάρεις ένα ερωτευμένο ζευγάρι, να αφήσεις εκείνη ανάπηρη κι εκείνον αμνησιακό και να μετατρέψεις τα παθήματά τους σε κωμωδία μπουρλέσκ.


Για να μην αποτύχεις θεαματικά, χρειάζεται να κατέχεις την τέχνη του κλόουν και μάλιστα στο κινηματογραφικό της αντίστοιχο. Δηλαδή, την τέχνη μιας φόρμας που μπορεί να τρώει τα μούτρα της, να κλαίει για λίγο και μετά να συνεχίζει γελαστή, έχοντας αποθηκεύσει κάπου όμως ένα φορτίο θλίψης.


Οι δημιουργοί της ταινίας φαίνεται πως όχι μόνο κατέχουν τους κώδικες και τα μυστικά της εν λόγω τέχνης, αλλά ζουν με αυτή σαν να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης τους.
Ιδίως οι Φιόνα Γκόρντον και Ντομινίκ Αμπέλ, σύντροφοι εντός κι εκτός οθόνης που βαφτίζουν τους ήρωές τους με τα αληθινά τους ονόματα, μάλλον στο απίθανο σύμπαν της «Rumba» βλέπουν μια «πειραγμένη» εκδοχή της πραγματικότητας (τους).
Χωρίς να είναι χορευτές, εδώ έχουν την ευκαιρία να ξεχειλώσουν το σώμα τους λες και είναι φιγούρες κόμικ, να διασκεδάσουν ακόμα και με παιδιάστικες ανοησίες.

Απέναντι στην αναπηρία των χαρακτήρων που δημιουργούν και υποδύονται δε στέκονται με καμία αμηχανία, απεναντίας αντλούν έμπνευση για μια διαφορετική χορογραφία και ποίηση των σωμάτων.


Οργανωμένο με ελάχιστους διαλόγους, το παιχνίδι τους επεκτείνεται στον χώρο με μια λογική ντόμινο που θυμίζει μερικές ταινίες του Μπάστερ Κίτον, αλλά κυρίως το σινεμά του Ζακ Τατί.


Τα χρώματα, οι ρυθμοί των γκαγκ και η κωμική χρήση των ήχων καθιστούν την αναφορά ιδίως στον δεύτερο αναπόφευκτη, αλλά και λίγο άδικη στον βαθμό που μπορεί να υπερτονίσει κάποια συγκριτικά μειονεκτήματα του «Rumba».

Μειονεκτήματα που διαφορετικά δε νοιάζεσαι και πολύ να προσέξεις, σε μια ταινία που οι σκιές χορεύουν, τα αντικείμενα αποκτούν σουρεαλιστική διάσταση και κάθε καινούργιο πλάνο σου προσφέρεται ως ένα μπουκέτο από απρόβλεπτα ευρήματα.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ