Είναι ενδιαφέρον που άπαντες στην ταινία μιλάνε ασταμάτητα για τον φόβο και την απογοήτευσή τους για μια Νέα Υόρκη που καθημερινά τους προδίδει, διότι σε αντίθεση με την πρωτότυπη ταινία με τους Γουόλτερ Ματάου και Ρόμπερτ Σο δεν καταφέρνει να αποδώσει την πόλη ως χαρακτήρα.
H νέα εκδοχή είναι τεχνικά αρτιότερη, με τον Τόνι Σκοτ να περιορίζει αισθητά (όχι πάντως όσο θα θέλαμε) το χαρακτηριστικά ακατάλληλο για επιληπτικούς σκηνοθετικό του στυλ, ώστε να αφηγηθεί αποτελεσματικά ένα έντονο θρίλερ που ξέρει πώς να κρατήσει το θεατή στην άκρη του καθίσματός του.
Τουλάχιστον για την πρώτη του ώρα, όσο ακόμα τα κίνητρα και τα σχέδια των χαρακτήρων διατηρούν τον αινιγματικό τους χαρακτήρα, πριν όλα γκρεμιστούν σε μια τρίτη πράξη τόσο καταστροφική ώστε το υπερβολικό παίξιμο του Τζον Τραβόλτα να μην είναι το γελοιότερο πράγμα που συμβαίνει επί της οθόνης. Ο Ουάσινγκτον από την άλλη είναι ικανοποιητικός, αισίως στην 5η του συνεργασία με τον σκηνοθέτη.
Ακόμα χειρότερα, η ταινία στραβοπατά από την εκκίνηση αποτυγχάνοντας να μας βάλει στον κόσμο της ή να αποτυπώσει την αστική απόγνωση για την οποία μόνο να φωνάζει μπορεί, υποκαθιστώντας την αυθεντικότητα με ηθοποιούς-μνημεία του Τζέρσεϊ σαν τον Τζέιμς Γκαντολφίνι ή τον Τζον Τορτούρο, περιμένοντας πως εκείνοι θα κάνουν τη δουλειά.
Σε μια σκηνή προς το τέλος της ταινίας, ο Τορτούρο κοιτάζει την πόλη από ψηλά μέσα από ελικόπτερο, λέγοντας «Είναι ωραία από εδώ. Μπορείς να δεις γιατί παλεύεις.» Εμείς δεν έχουμε ιδέα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Αγνώστων λοιπών στοιχείων Επιβάτης καταλαμβάνει βαγόνι αμαξοστοιχίας του μετρό και απειλεί να σκοτώνει έναν όμηρο ανά λεπτό αν δεν του παραδοθούν 10 εκατομμύρια δολάρια μέσα σε μία ώρα.