Δεν ξέρω τι είναι η ανθρώπινη ψυχή, πού βρίσκεται και με τι μοιάζει, δεν είμαι καν σίγουρος εάν υπάρχει. Αντιμέτωπος με τον Ρομπέρ Μπρεσόν, όμως, και ιδίως με το γυμνό του αριστούργημα «Ο Πορτοφολάς», είμαι σίγουρος πως βλέπω την Ψυχή να αποκαλύπτεται.
Σε αυτό το δεύτερο (τρία χρόνια μετά το «Ενας Καταδικασμένος Σε Θάνατο Δραπέτευσε») μεγάλο του φιλμ, με τη σκιά του Ντοστογιέφσκι να του κάνει παρέα, ο Μπρεσόν αρνείται οποιαδήποτε σύμβαση του «ψυχολογικού» κινηματογράφου, διώχνει ακόμα και οτιδήποτε περιττό παρεισέφρεε έως τότε στην τέχνη του, για να φτάσει στον πυρήνα. Εκεί όπου αντικρίζει το ανείπωτο, σχεδόν το αόρατο, χάρη σε μια εξοντωτική, θρησκευτική προσήλωση στο απλό και «ταπεινό»: βλέμματα που διασταυρώνονται, μάτια που χαμηλώνουν, χορογραφία των χεριών που κλέβουν, φωνές άτονες σαν να απευθύνονται στους εαυτούς τους.
Το σύμπαν του Μπρεσόν χτίζεται από επαναλήψεις μικρών χειρονομιών, μικρά μοτίβα που από το τίποτα εκλύουν συναισθηματικά σοκ. Ετσι και ο Μισέλ, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες κινήσεις, θα διασχίσει ένα φιλμ όπου η τελευταία κλοπή απαντά ξεκάθαρα στην πρώτη, ένα φιλμ που δεν κλείνει τον κύκλο αλλά οδηγεί τον ήρωά του στην παράκαμψη μιας ιδιότυπης θέωσης. Ποια είναι τα συστατικά της;
Αν λέγαμε το ταξίδι μέχρι τον Αλλο, μάλλον θα συνοψίζαμε άγαρμπα τις μπρεσονικές αποχρώσεις. Διότι σε αυτό το μονοπάτι, όπου ο Μισέλ χάνει τον προορισμό του για να βρει έναν άλλο, έχουν σημασία τα απογυμνωμένα σκηνικά, τα ντεκόρ που συντίθενται αποκλειστικά από ήχους, ακόμα και μια σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής απλούστατα ανεβαίνει τις σκάλες και ο Μπρεσόν γύρισε εβδομήντα μία φορές. Εχουν σημασία, ακόμα, οι ελλείψεις, οι άδειοι χώροι, ό,τι μας εμποδίζει να κοιτάξουμε κάτι για να δούμε κάτι άλλο.
Μπορεί, λοιπόν, να μην κοιτάξουμε ποτέ τι ώθησε τον Μισέλ στην κλοπή ή πώς αξιοποιεί τους καρπούς του πάθους του, αλλά θα έχουμε δει την Ψυχή του. Κι αυτός είναι ο κατά Μπρεσόν κινηματογράφος.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ