Με το «Πέρασμα του Μίλερ», και παρ’ όλο που βρίσκονταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο της φιλμογραφίας τους, οι αδελφοί Κοέν επιχείρησαν να παραδώσουν μια κλασική ταινία είδους, προσεγγίζοντάς την όμως μέσα από τη στιβαρότητα και τη γνώση όχι δύο βιρτουόζων πιτσιρικάδων της κάμερας, αλλά δυο βετεράνων.
Αυτός ο συνδυασμός του νεαρού της ηλικίας τους με την σαφή γνώση της τέχνης τους και μαζί του συνόλου της φιλμικής ιστορίας ήταν που γέννησε ετούτο το πρόωρο αποκορύφωμα στην καριέρα τους.
Φιλμ νουάρ με την πιο παραδοσιακή σημασία της φράσης, η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία των Κοέν ταξιδεύει σε μια ανώνυμη πόλη των ημερών της ποτοαπαγόρευσης, μιλά για θερμόαιμους μαφιόζους και για διεφθαρμένους αστυνομικούς, για σκληροτράχηλα αρσενικά και για μοιραία θηλυκά, για φιλίες που δοκιμάζονται και για ήρωες που δεν είναι αυτό που φαίνονται, για μακιαβελικές προθέσεις και για ανδρικούς κώδικες τιμής που μοιάζουν πεπερασμένοι εμπρός στην έλευση μιας πιο κυνικής και ωφελιμιστικής εποχής.
Όλα αυτά τα συστατικά είναι δανεισμένα από αμέτρητες γκανγκστερικές ταινίες του παρελθόντος και παρελαύνουν στο φιλμ σαν φόροι τιμής και σαν διαχρονικά φετίχ.
Περισσότερο από ένα φινετσάτο και νοσταλγικό αναμάσημα γνώριμων κινηματογραφικών μυθολογιών, ωστόσο, το «Πέρασμα του Μίλερ» είναι ένα κομμάτι έξοχα σκηνοθετημένου σινεμά, εκτελεσμένου στην εντέλεια από δυο δαιμόνιους δημιουργούς που μπορεί, εν έτει 1990, να παρέμεναν ακόμη δέσμιοι της φόρμας και των κινηματογραφικών αναφορών τους, έδιναν παρ’ όλα αυτά λαμπρότατα εχέγγυα για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν καλλιτεχνικά γι’ αυτούς.