Μερικοί ηθοποιοί είναι καλύτερο να διπλοτσεκάρουν τις ικανότητές τους πίσω από την κάμερα προτού αποφασίσουν να ασχοληθούν επαγγελματικά μαζί της και η Ζιλί Ντελπί ανήκει σίγουρα στην κατηγορία αυτή.
Καμία από τις πέντε μέχρι τώρα σκηνοθετικές δουλειές της δεν έχει υπάρξει άξια λόγου και, όπως έχουν δείξει μέχρι στιγμής τα πράγματα, η συμπαθέστατη ηθοποιός δεν έχει καταφέρει να βρει σε καμιά από αυτές την προσωπική της φωνή.
Με τις δυο άνισες απόπειρές της στο είδος της σοφιστικέ κομεντί, καλύτερη των οποίων στάθηκε η προ πενταετίας «Δύο Ημέρες στο Παρίσι» (αν κανείς βρισκόταν υποχρεωμένος να διαλέξει), η γαλλικής καταγωγής Ντελπί επιχείρησε να μεταφέρει στο σινεμά της κάτι από τη διαλογική σπιρτάδα και τη χιουμοριστική φινέτσα των μητροπολιτικών κωμωδιών του Γούντι Άλεν.
Στον αντίποδα της όποιας τέτοιας λεπτότητας, δυστυχώς, η συνέχεια στην ταινία εκείνη είναι ένας προοδευτικά όλο και πιο ανυπόφορος συρφετός από χονδροειδή εθνολογικά στερεότυπα, φτηνά γελάκια της υπερβολής και καταστάσεις που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από το επεισόδιο κάποιας δευτεροκλασάτης τηλεοπτικής κωμωδίας.
Η Ντελπί οραματίστηκε για την ηρωίδα της προηγούμενης ταινίας της ότι το μέλλον θα την έβρισκε στο Μανχάταν, στην αγκαλιά ενός αξιαγάπητου συντρόφου (τον υποδύεται ένας ανέλπιστα μετρημένος Κρις Ροκ, πασχίζοντας διαρκώς να βρει λίγη χημεία με την πρωταγωνίστριά του) και στο μέσο μιας ευτυχισμένης οικογένειας δύο παιδιών, την ηρεμία της οποίας έρχεται να διαταράξει προσωρινά η επίσκεψη συγγενών και φίλων από τη Γαλλία.
Εξαντλώντας κάθε πιθανή παράμετρο μιας τόσο απλής ιδέας, η Ντελπί κατορθώνει να πάρει σεναριακά και σκηνοθετικά όλες τις λάθος αποφάσεις, ενδίδοντας σε εύκολους αστεϊσμούς και μετατρέποντας άθελά της μια θεωρητικά παιχνιδιάρικη και ανάλαφρη κομεντί συμπεριφορών σε ένα νευρωτικό χάος.