Υπάρχουν πολλές πλευρές σε κάθε ιστορία, μία για κάθε έναν χαρακτήρα της, και το «Maleficent» αναλαμβάνει να αποκαταστήσει την «αλήθεια» για μία από τις διασημότερες και εμβληματικότερες ανταγωνίστριες των ταινιών της Ντίσνεϊ, τη Μάγισσα Maleficent (Μαγκούφισσα στο κινούμενο σχέδιο, όνομα που δυστυχώς δεν χρησιμοποιείται για αυτήν εδώ την ταινία) που καταράστηκε την Ωραία Κοιμωμένη στον αιώνιο ύπνο-σαν-θάνατο.
Μόνο που η ταινία του πρώην καλλιτέχνη των ειδικών εφέ Ρόμπερτ Στρόμπεργκ δεν είναι μία εναλλακτική ιστορία της Ωραίας Κοιμωμένης - είναι μια εντελώς άλλη ιστορία, απλώς με παρόμοιους χαρακτήρες και μία ίδια ακριβώς σκηνή από την ταινία του '59, εκείνη που η Μάγισσα, προδομένη από τον βασιλιά Στεφάν και διψασμένη για εκδίκηση, φτάνει απρόσκλητη στους εορτασμούς της γέννησης και καταδικάζει το νεογέννητο στη μοίρα του.
Αντί να διηγηθεί τα ίδια γεγονότα, αλλά με νέες πληροφορίες και ιδέες, το «Maleficent» επικεντρώνεται στη Μάγισσα και μόνο, αλλάζοντας εντελώς την πλοκή και αλλοιώνοντας στο πέρασμά της οποιονδήποτε άλλο χαρακτήρα του παραμυθιού, ακόμη και την ψυχοσύνθεση ακόμη και της πρωταγωνίστριάς του, στην κάπως υπερβολική προσπάθειά του να πείσει ότι η Μάγισσα δεν έχει ίχνος κακίας μέσα της και είναι απλώς μια πολύ παρεξηγημένη ψυχή.
Το γεγονός ότι τα καταφέρνει συμπαθητικά, τουλάχιστον μέχρι το ξεχειλωμένο φινάλε, οφείλεται κυρίως στην αυτοκρατορική, στιλάτη και αφοσιωμένη παρουσία της Αντζελίνα Τζολί, που χειρίζεται με ευκολία το vamp κοστούμι του ρόλου (χάρη και στο εξαιρετικό μακιγιάζ της), το χαρακτηριστικό καυστικό του χιούμορ αλλά και την κρυμμένη ανθρωπιά πίσω από την ψυχρότητα που προβάλλει.
Κι αν οι υπόλοιποι συμπρωταγωνιστές της δεν έχουν την ευκαιρία να κάνουν εντύπωση όσο φιλότιμα κι αν προσπαθούν, αυτό οφείλεται περισσότερο στο ρηχό και εντελώς άτεχνο στους ρυθμούς του σενάριο, που από τη μια απομακρύνεται μεν από την γνωστή ιστορία (όχι απαραίτητα κακώς - αν ήταν απλώς ένα αναμάσημά της, θα ήταν ακόμη πιο βαρετό) αλλά από την άλλη αδυνατεί να την αντικαταστήσει με μια συναρπαστική εναλλακτική και μετατρέπει όλους τους χαρακτήρες σε μονοδιάστατες ψηφίδες - όπως δηλαδή ήταν η Maleficent στην πρωτότυπη ταινία.
Τα προφανή της εικαστικά δάνεια από το σινεμά φαντασίας του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, του Πίτερ Τζάκσον, ακόμη και του Τιμ Μπάρτον, και η υπερβολική χρήση ψηφιακών εφέ δίνουν μια πλαστική χροιά σε μια κατά τα άλλα όμορφη ταινία, που φιλοδοξεί να προκαλέσει τα επίπεδα αφηγηματικά στερεότυπα αλλά απλώς τα αντικαθιστά με καινούρια.