Ήταν το 1977 όταν ο Χανς-Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ ολοκλήρωνε την περίφημη «γερμανική τριλογία» του. Έπειτα από τα «Λούντβιχ, Ρέκβιεμ για έναν Παρθένο Βασιλιά» (1972) και «Karl May» (1974), ήταν η σειρά του «Χίτλερ, Μία Ταινία από τη Γερμανία» να θέσει ορόσημο στην άγνωστη στο ευρύ κοινό κινηματογραφική διαδρομή ενός Γερμανού σκηνοθέτη που είχε γεννηθεί στα τέλη του 1935, την περίοδο όπου το ναζιστικό καθεστώς θέριευε μέρα με την ημέρα.
Αυτή η επική σε διάρκεια ταινία με τον πενιχρό προϋπολογισμό αλλά και τις ανεξάντλητες σκηνικές επινοήσεις, συνιστά μία σπάνια όσο και πολυεπίπεδη ματιά, η οποία δεν εξαντλείται στα πρόσωπα του Χίτλερ, του Γκέμπελς ή του Χίμλερ.
Eισχωρεί θαρραλέα στα κατάβαθα τόσο του γερμανικού ψυχισμού όσο και του συλλογικού ασυνειδήτου, ξεψαχνίζοντας υπομονετικά τις αιτίες που ευνόησαν τη γέννηση του Ναζισμού, τα χαρακτηριστικά του και όσα αυτός καπηλεύτηκε, το αδιανόητο έγκλημα του Oλοκαυτώματος, καθώς φυσικά και τη θεοποίηση του ηγέτη της ναζιστικής Γερμανίας.
Χωρισμένο σε τέσσερα αυτοτελή κεφάλαια και βαθιά επηρεασμένο από τις ιδέες του Μπρεχτ για το επικό θέατρο, αυτό το πειραματικό, ποιητικό φιλμ γεμάτο από ανατριχιαστικούς μονολόγους, συμβολικά μακάβριο κουκλοθέατρο και εκτενές αρχειακό υλικό από την εποχή των Ναζί, παραμένει μέχρι σήμερα το πλέον ολιστικό και μαζί βαθιά βιωματικό κινηματογραφικό πόνημα που κατάφερε να αντικρίσει το τέρας του φασισμού σε όλες του τις εκφάνσεις.
Και η αλήθεια είναι πως ακόμα και στις στιγμές όπου η προσήλωση λυγίζει μπροστά στα ούτε λίγο ούτε πολύ 410 λεπτά συνολικής διάρκειας της ταινίας, ο τολμηρός της θεατής θα έχει έπειτα από το φινάλε πολλά να αναλογιστεί και να κρατήσει, γύρω από το χθες και το σήμερα της φασιστικής απειλής.