Το «Byzantium» αφορά στην προσπάθεια μιας σύγχρονης δεκαεξάχρονης, της Έλινορ (Σέρσε Ρόναν), να ξεφύγει από τον έλεγχο της πόρνης μητέρας της, Κλάρα (Τζέμα Άρτερτον). Το άρμα της πιθανής φυγής είναι – τι άλλο; - ο έρωτας που βρίσκει στο πρόσωπο του συνομηλίκου της, Φρανκ (Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς).
Η παραπάνω ιστορία θα μπορούσε να ιδωθεί ως μία ακόμη ιστορία ενηλικίωσης με φόντο κάποια βρετανική παραλιακή κωμόπολη. Μία λεπτομέρεια όμως είναι αυτή που αλλάζει τα πάντα: η Έλινορ και η Κλάρα είναι βαμπίρ, η καθημερινότητα των οποίων τελεί εδώ και δύο περίπου αιώνες υπό την απειλή μίας μυστηριώδους καταδίωξης.
Η επιστροφή του Νιλ Τζόρνταν («Το Παιχνίδι των Λυγμών», «Το Τέλος μιας Σχέσης») στο βαμπιρικό σύμπαν έπειτα από τη «Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα» έρχεται με χαρακτηριστική καθυστέρηση στη χώρα μας, ενάμιση χρόνο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας. Πρόκειται για τη μεταφορά του θεατρικού «A Vampire Story» της Μόιρα Μπαφίνι, η οποία υπογράφει εδώ τη σεναριακή διασκευή.
Στο φιλμ του βραβευμένου με Όσκαρ Ιρλανδού σκηνοθέτη διαδραματίζουν κομβικό ρόλο δύο επιβλητικές, με τον τρόπο τους, θηλυκές παρουσίες. Η πανέμορφη αλλά ανεπαρκής υποκριτικά Άρτερτον και η αλαφροΐσκιωτη φιγούρα της εξαιρετικά ταλαντούχας Ρόναν (υποψήφια για Όσκαρ στην «Εξιλέωση») καταλήγουν να αλληλοσυμπληρώνονται παράδοξα σε ένα σύμπαν όπου οι ανδρικοί χαρακτήρες εξανεμίζονται ενώπιον της απόκοσμης ανωτερότητας των δύο κεντρικών ηρωίδων.
Ο πιο αναγνωρίσιμος από αυτούς, ο Σαμ Ράιλι, ερμηνεύει εδώ έναν παλιό γνώριμο της Κλάρα, ο οποίος πλησιάζει όλο και περισσότερο στα χνάρια των δύο γυναικών. Η παρουσία του, ωστόσο, δε θυμίζει και πάλι σε τίποτα εκείνο το αναπάντεχο ταλέντο που θαυμάσαμε κάποτε ως Ίαν Κέρτις στο «Control» του Άντον Κόρμπιν.
Έχοντας αρκετές συγγένειες με τη «Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα», αρχής γενομένης από την off αφήγηση της πρωταγωνίστριας Ρόναν, το «Byzantium» τείνει περισσότερο προς ένα ώριμο, σύγχρονο δράμα με βρικόλακες και υπαινικτικά γοτθικό, περισσότερο ως προς τη μουχλιασμένη από την παραθαλάσσια υγρασία σκοτεινιά του αλλά και τις ανεπαίσθητες αναφορές του σε μία εποχή θεωρούμενη στις μέρες μας ως περίπου στοιχειωμένη (βλέπε την ονομασία του εγκαταλελειμμένου πανδοχείου Byzantium - Βυζάντιο - στο οποίο καταφεύγουν οι δύο ηρωίδες).
Η δε ρομαντική διάσταση της ταινίας, δεν εξαντλείται μονάχα στο σχεδόν αυτοκαταστροφικό έρωτα που αφηγείται, αλλά επεκτείνεται και στην προσέγγιση της ενίοτε φονικής δράσης της Έλινορ, η οποία εμφανίζεται γεμάτη ελεημοσύνη για την ανθρώπινη θνητότητα, εν αντιθέσει με τον κυνισμό που χαρακτηρίζει τις πρακτικές της Κλάρα.
Η αλήθεια είναι πως το «Byzantium» δεν κολυμπά ποτέ στα υπαρξιακά βάθη που βρέθηκαν τα άφταστα στη μοναδικότητά τους τα «Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί» και «Άσε το Κακό να Μπει».
Επίσης, αντίθετα με τα προαναφερθέντα διαμάντια των Τζάρμους και Άλφρεντσον που όρισαν νέες κινηματογραφικές διαστάσεις για τον σύγχρονο βαμπιρικό μύθο, ο Τζόρνταν δεν επιθυμεί να ξεφύγει από όσα ενδιαφέροντα κατέγραψε σχετικώς και στη «Συνέντευξη» πριν από δύο δεκαετίες, ούτε ενσωματώνει επαρκώς στο σύμπαν της ταινίας του τα κάπως φτηνιάρικα στην όψη οπτικά εφέ της, την ώρα μάλιστα που σε αυτή δεν εντοπίζονται – αφαιρουμένης της Ρόναν - αξιοπρόσεκτες ερμηνείες.
Ακόμα όμως και μέσα από το γνώριμο σχήμα της ενηλικίωσης και του έρωτα ως μέσου απελευθέρωσης από την «αιώνια» μοναξιά, το «Byzantium» εξακολουθεί να διαθέτει όλο το ειδικό βάρος και την ωριμότητα που λείπει αφόρητα από διάφορες βαμπιρικές μελοδραματικές φούσκες τύπου τριλογίας «Twilight».