Οδηγός Διαπλοκής

04.12.2013
Μια αληθινή ιστορία πολιτικής διαφθοράς, ερωτικών τριγώνων, μικροαπατεώνων που προσπαθούν να πιάσουν την καλή και δαιμόνιας αποπλάνησης μετατρέπεται σε μια από τις πιο ψυχαγωγικές, εξαιρετικά ερμηνευμένες και δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένες ταινίες της χρονιάς.

Από το ξεκίνημα σχεδόν της καριέρας του, ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ φαίνεται να υπηρετεί αδιάκοπα ένα δικής του εφεύρεσης σινεμά της νεύρωσης, της παρόρμησης, του άγχους. Στο εσωτερικό του, δυσλειτουργικοί ήρωες ψάχνουν απεγνωσμένα τρόπο προκειμένου να εκτονώσουν τη μανιακή ενέργεια και το συσσωρευμένο απωθημένο που φαίνεται να τους καταδυναστεύει. Σε απόσταση αναπνοής από αυτούς, ο Ράσελ παρακολουθεί τις δοκιμασίες τους μέσα από έναν άκρως ιδιοσυγκρασιακό φακό που πότε γελάει με τα παθήματά τους και πότε θλίβεται.

Οι ιστορίες που διηγείται ο 55χρονος σκηνοθέτης χρησιμεύουν πάντοτε ως αφορμές. Αυτό που τον ενδιαφέρει κυρίως βρίσκεται στον αντισυμβατικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τις αφηγήσεις του ή σπρώχνει τους πρωταγωνιστές του να πάρουν ρίσκα, στο ελεγχόμενο χάος που φροντίζει να κρατά διαρκώς παγιδευμένο στα πλάνα του, στις υπέροχες κυκλοθυμίες των ίδιων των φιλμ του, έτσι όπως αλλάζουν διαρκώς διαθέσεις και ταχύτητες.

Πιστός σε αυτό το ντελιριακό σινεμά, όπου σκηνές ακολουθούν τις δικές τους απρόβλεπτες αλληλουχίες, τα πάντα ηχούν στη διαπασών και οι συμπεριφορές των πρωταγωνιστών εισχωρούν ως φαρσέρ και ανατρέπουν κάθε υποψία τάξης, ο «Οδηγός Διαπλοκής» αντλεί το υλικό του από τη διαρκή αναμέτρηση τού φαίνεσθαι και του είναι, και από τους ιλαροτραγικούς τρόπους, με τους οποίους οι άνθρωποι φαντασιώνονται και προσδοκούν.

Μια χούφτα ονειροπόλοι είναι οι ήρωες της ταινίας. Βασισμένος σε αληθινά περιστατικά, δίχως όμως να καμώνεται ότι επιχειρεί την παραμικρή ακριβή αναπαράσταση των γεγονότων, ο Ράσελ και ο ικανότατος σεναριογράφος του, Έρικ Γουόρεν Σίνγκερ, ενώνουν με τρόπο παιχνιδιάρικο τα κομμάτια μιας εξωφρενικής μα υπαρκτής ιστορίας: Το πώς, εν ολίγοις, ένα ζευγάρι μικροαπατεώνων αναγκάστηκε να συνεργαστεί με το FBI σε μια επιχείρηση ξεσκεπάσματος μιας ευρύτερης πολιτικής διαφθοράς, η οποία έλαβε χώρα στο Νιού Τζέρσεϊ των τελών του ’70.

Οι λεπτομέρειες της πλοκής δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, ωστόσο, από τη στιγμή που ο Ράσελ δείχνει ερωτευμένος, όπως και οι ήρωές του, με την επιφάνεια των πραγμάτων ή προτιμά να τους βλέπει να στροβιλίζονται κάτω από τη ντισκομπάλα ενός παραισθητικού κόσμου, όπου όλοι εξαπατούν και όλοι υποδύονται ρόλους.

Στην καρδιά του φιλμ στήνεται μια μασκαράτα. Μεταμφιεσμένοι σε γυαλιστερά κοστούμια και εξεζητημένες κομμώσεις, οι χαρακτήρες γίνονται ερμηνευτές, προετοιμάζονται να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους σε κάτι που αποτελεί παράσταση ζωής γι’ αυτούς. Γύρω τους, ο Ράσελ αφήνει τους προβολείς να φωτίσουν τις στιλιστικά συζητήσιμες μέρες του ’70 ως μια λαμπερή, πλην φτηνιάρικη, φαντασμαγορία.

Και μέσα από ένα παροξυσμικό γαϊτανάκι αποπλάνησης, διπροσωπίας και απάτης αντλεί μια φάρσα του αμερικανικού ονείρου. Την σκηνοθετεί, επικαλούμενος όχι μόνο τη φρενίτιδα ενός Σκορσέζε αλλά και το μπρίο, με το οποίο πλαισίωναν ο Έρνστ Λιούμπιτς κι ο Πρέστον Στάρτζες τις κοινωνικές κωμωδίες τους.

Με πέντε εξαιρετικές κεντρικές ερμηνείες, οι οποίες μοιάζουν να συμπληρώνουν μοναδικά η μία την άλλη, μέσα από πλάνα που σφύζουν από κίνηση και νεύρο, πλήθος αυτόνομων σκηνών που εντυπωσιάζουν με τη δεξιοτεχνία τους και με έναν σκηνοθέτη που ηγείται των πάντων με τρομερή αυτοπεποίθηση, ο «Οδηγός Διαπλοκής» γίνεται κάτι σπάνιο: Ένα ψυχαγωγικό θέαμα, στο οποίο έχει επενδυθεί σεβαστό απόθεμα ταλέντου και ταυτόχρονα μια έξυπνη χολιγουντιανή ταινία πάνω στους μηχανισμούς ψευδαίσθησης του σινεμά και της πραγματικής ζωής. Και στο τι ακριβώς συμβαίνει όταν πίσω τους αναζητά κανείς να βρει τον αληθινό του εαυτό.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ