Η Μέριλιν έχει μόλις απολυθεί από μια δουλειά που μισούσε, έχει μόλις μάθει ότι ο άχρηστος άντρας της την απατά και το μόνο που λαχταρά είναι να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να γίνει επαγγελματίας χορεύτρια. Η Μόνα, νύφη εισαγωγής από την Αίγυπτο, υποφέρει από την τυραννική πεθερά της παρόλο που μοιάζει πραγματικά να είναι ευτυχισμένη με τον σύζυγό της. Η απόφαση της πρώτης να βρεθεί σε μια οντισιόν συμπίπτει με την ανάγκη της δεύτερης να εγκαταλείψει ξαφνικά και μετά από ένα θανατηφόρο ατύχημα τη στέγη της - έτσι, οι δύο απλές γνωστές θα περάσουν μαζί ένα ταξίδι που θα αλλάξει τις ζωές τους.
Όσο γενναιόδωρα και να δεις την προσπάθεια του Γαλλο-Αλγέριου σκηνοθέτη Ρασίντ Μπουχαρέμπ να αφηγηθεί μια φεμινιστική ιστορία επανάστασης, το φάντασμα του «Θέλμα και Λουίζ» ρίχνει τη σκιά του βαριά, αποκαλύπτοντας όλες τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της. Ακόμα και αν παραβλέψεις τους σχηματικούς περιφερειακούς χαρακτήρες, την εκβιαστική μουσική επένδυση και τους προφανείς συμβολισμούς, δεν μπορείς να προσπεράσεις τις ενοχλητικές και προβλέψιμες ευκολίες στον τρόπο που σκιαγραφείται η ζωή των δύο γυναικών (ένα άθροισμα από χιλιο-ειδωμένα κλισέ, τίποτα το φρέσκο, τίποτα το διαφορετικό) ή στον τρόπο που σπάνε τα «δεσμά» τους.
Πρέπει στα αλήθεια να πιστέψουμε, όπως φαίνεται να μας προτρέπει η ταινία, ότι η φεμινιστική απελευθέρωσή τους εκδηλώνεται καλύτερα στις στιγμές που χορεύουν χορό της κοιλιάς για τους (ας είμαστε ειλικρινείς, λιγούρηδες) πελάτες μικρών επαρχιακών εστιατορίων των ΗΠΑ; Ότι γεύονται την ανεξαρτησία που τόσο έχουν στερηθεί, όταν συγκεντρώνουν τα βλέμματα και την προσοχή των ανδρών αλλά είναι - φαινομενικά τουλάχιστον - αυτές που τους ελέγχουν; Γιατί αν τα παραπάνω δεν ισχύουν ως (εξοργιστικά σεξιστικός) συμβολισμός, τότε η παρατεταμένη έμφαση της ταινίας στα λικνίσματα και τις φιγούρες των πρωταγωνιστριών είναι ακόμη πιο ρηχή και ασυγχώρητη, και η αδυναμία της να τις δώσει όποια άλλη ενδιαφέρουσα υπόσταση ακόμη πιο προφανής, παρά τις έντιμες προσπάθειες της Σιένα Μίλερ και της Γκολσιφτέχ Φαραχανί. Οι καλές προθέσεις δεν φτάνουν για να μην καταλήξεις ανούσιος ή ακόμη και προσβλητικά απλοϊκός, και δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογία.