Το Κάλεσμα

05.07.2013
Δύο χρόνια μετά την «Παγιδευμένη Ψυχή», ο Τζέιμς Γουάν μας καλεί να περιπλανηθούμε σε ένα ακόμη στοιχειωμένο σπίτι, βασιζόμενος αυτή τη φορά σε αληθινά περιστατικά.

Ο τελευταίος άνθρωπος από τον οποίο θα περίμενε κανείς να δει μια υποβλητική ταινία τρόμου είναι ο ίδιος σκηνοθέτης που ευθύνεται για τα αιματοβαμμένα και κακόγουστα «Saw». Να, όμως, που ο Τζέιμς Γουάν έφτασε πριν δύο χρόνια, με την «Παγιδευμένη Ψυχή», πολύ κοντά στο να παραδώσει ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα φιλμ που έχουν γίνει ποτέ πάνω στη μυθολογία των κινηματογραφικών στοιχειωμάτων.

Η ταινία του κατάφερνε στο μεγαλύτερο μέρος της μια άψογα ενορχηστρωμένη μείξη από καλοσχεδιασμένα σοκ, τα οποία βοηθούσε ιδιαιτέρως η λειτουργική ηχητική μπάντα και η εμπιστοσύνη του σκηνοθέτη στη φαντασία του θεατή.

Οπως συνέβη με την «Παγιδευμένη Ψυχή», έτσι τώρα και με το «Κάλεσμα», την καινούργια δημιουργία του Γουάν, η υπόθεση ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό την πεπατημένη παρόμοιων ταινιών, αυτή τη φορά, μάλιστα, βασίζεται αμυδρά σε μια αληθινή ιστορία.

Σύμφωνα με αυτήν, μια ευτυχισμένη οικογένεια μετακομίζει με τα μικρά παιδιά της σε ένα μεγάλο σπίτι της αμερικανικής επαρχίας του '60 και έρχεται πολύ σύντομα αντιμέτωπη με παράξενα συμβάντα που πείθουν προοδευτικά το ζευγάρι ότι το οίκημά τους περικυκλώνεται από δυνάμεις τις οποίες δεν μπορούν να κατανοήσουν.

Δυο μελετητές του υπερφυσικού, που επιστρατεύονται για να επιχειρήσουν μια εξήγηση στα αλλόκοτα φαινόμενα, ενημερώνουν τους ήρωες ότι δεν βρίσκονται αντιμέτωποι με μια απλή περίπτωση στοιχειώματος.

Ακολουθώντας μια συνταγή που ο σκηνοθέτης είχε εφαρμόσει με σχετικά καλύτερα αποτελέσματα στην «Παγιδευμένη Ψυχή», το «Κάλεσμα» επιλέγει να επιστρέψει το κοινό της σε παλιομοδίτικες μεθόδους υποβολής που δεν βασίζονται στην επέμβαση των οποιωνδήποτε εφέ αλλά εξαρτώνται από τον απλό μα τόσο αποτελεσματικό αντίκτυπο που μπορεί να κρύβει το τρίξιμο μιας πόρτας, το σκοτάδι ενός δωματίου ή ένα ραδιούργο παιχνίδι με τις σκιές.

Η αλήθεια είναι ότι στο πρώτο μέρος το φιλμ πετυχαίνει το σκοπό του, καθώς φροντίζει να εξερευνήσει μεθοδικά τους τρόμους του και δεν βιάζεται να αποκαλύψει τα μυστικά του. Οταν, όμως, στο δεύτερο μέρος όλα κορυφώνονται σε μια προβλέψιμη και άκρως θορυβώδη ιστορία εξορκισμού, κάθε ατμόσφαιρα πηγαίνει περίπατο, κάθε λεπτότητα γίνεται ξαφνικά λέξη άγνωστη και ο Γουάν καταντά να επαναλαμβάνει επικίνδυνα τον εαυτό του.