Η Λιλ και η Ροζ (όπως φαίνεται τις υπερβολικά προφανείς μικρές εισαγωγές) είναι αχώριστες από την παιδική τους ηλικία. Περνούν σχεδόν όλο το χρόνο τους μαζί, συνήθως στην παραδεισένια παραλία της παραθαλάσσιας μικρής πόλης που κατοικούν, και συνήθως με την παρέα των έφηβων γιων τους, επίσης καλύτερων φίλων.
Το νεαρό της ηλικίας των μητέρων και η απόλυτη άνεση που νιώθουν οι τέσσερις μεταξύ τους συμβάλλουν στο να θολώσουν μια μέρα κάπως τα όρια - ξαφνικά η Ροζ ξεκινά ερωτική σχέση με τον γιο της Λιλ, και ο γιος της Ροζ, σχεδόν για εκδίκηση, κάνει τη δική του κίνηση προς τη Λιλ. Οι σχέσεις αποκαλύπτονται και οι μητέρες αποφασίζουν το αδιανότο: για όσο τις θέλουν οι νεαροί, αυτές θα συνεχίσουν.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει το αγγλόφωνο ντεμπούτο της σκηνοθέτη Αν Φοντέν («Ούτε στον Εχθρό Μου», «Coco Before Chanel»), που βασίζεται σε διήγημα της Ντόρις Λέσινγκ, είναι να μπορέσει να πείσει για το βάρος και τη σημασία των εξελίξεων επί οθόνης όταν το κοινό χασκογελά βλέποντας το αντισυμβατικό αυτό ερωτικό κουαρτέτο.
Και η αλήθεια είναι ότι το σενάριο και η σκηνοθεσία λίγο βοηθούν σε αυτό: άτσαλος χειρισμός των επιμέρους σκηνών και μια μουδιασμένη προσέγγιση εκεί που μια πιο τολμηρή αυτογνωσία θα απογείωνε την (έτσι κι αλλιώς μη ρεαλιστική) πλοκή, είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα μιας, ενδιαφέρουσας μέσα στην εκκεντρικότητά της, ιστορίας.
Είναι στις κρίσιμες αυτές σκηνές, μετά το αρχικό ζευγάρωμα των ηρώων, που η ταινία αποτυγχάνει περισσότερο. Η απόφαση των δύο γυναικών να συνεχίσουν για όσο παίρνει και η συνεχιζόμενη συνύπαρξη των τεσσάρων παρά την κοσμογονική αυτή αλλαγή - μια εν δυνάμει συναρπαστική, αξιοπερίεργη εξέλιξη - παρουσιάζεται τόσο στεγνά, τόσο επίπεδα που από τη μια αναρωτιέσαι αν και η ίδια η σκηνοθέτης πείθεται ότι είναι μια εντελώς φυσιολογική εξέλιξη, και από την άλλη φοβάται τόσο μήπως κατακρίνουμε τους ήρωές της που οποιαδήποτε αντίρρηση ή σχόλιο για τις αμφιλεγόμενες αποφάσεις τους δεν ανήκει στην ταινία της.
Έτσι, το πλουσιότατο έδαφος για μια ενδιαφέρουσα εξερεύνηση της ώριμης γυναικείας ψυχολογίας (γιατί οι νεαροί είναι αξιοπρεπείς στους ρόλους τους αλλά δεν τους δίνεται χώρος για να αναπτυχθούν ιδιαίτερα) μένει μάλλον ανεκμετάλλευτο.
Η ταινία χαραμίζει τις θεωρητικά πιο ζουμερές εξελίξεις σε μετέωρες σκηνές και ξύλινους διαλόγους («Τι κάναμε;» ρωτά η Ροζ, «Υπερβήκαμε τα όρια», απαντά η Λιλ) και επιμένει σε ευκολίες - η παραλία, η θάλασσα και τα κορμιά των νεαρών γιων χρησιμοποιύνται τόσο συχνά ως σύμβολα ενός άχρονου και άτοπου παραδείσου που φλερτάρουν με την αυτο-παρωδία.
Επιπλέον συγχαρητήρια αξίζουν, λοιπόν, στις δύο κεντρικές πρωταγωνίστριες για το γεγονός ότι όχι μόνο διασώζονται από τις αντίστοιχες παγίδες αλλά δίνουν στην ταινία βάθος, ουσία και πάνω από όλα την όποια ψυχή καταλήγει να έχει.
Η (κάπως μικρή για το ρόλο) Ναόμι Γουότς και ιδιαίτερα η εκπληκτική Ρόμπιν Ράιτ προβληματίζουν, συγκινούν και τελικά συγκλονίζουν σκιαγραφώντας δύο γυναίκες που δεν είναι πάντα συμπαθείς αλλά είναι πάντα συναρπαστικές καθώς γαντζώνονται από τα λάθος πράγματα για να ακυρώσουν το πέρασμα του χρόνου και την μοναξιά τους, δημιουργώντας μια όχι και τόσο υγιή σχέση εξάρτησης την οποία αναπαράγουν με ζήλο και οι γιοι. Και οι δύο ερμηνείες, ευάλωτες, γενναίες και πολυεπίπεδες, άξιζαν μια καλύτερη ταινία.