Αφού εγκατέλειψε τις προπέρσινες Κάννες με το βραβείο σκηνοθεσίας και με διαπιστευτήρια αρκετά ώστε να του εγγυηθούν τη ζηλευτή εισπρακτική και καλλιτεχνική πορεία που γνώρισε συνεπακόλουθα το «Drive», ο δανέζικης καταγωγής Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν είδε την τωρινή του συμμετοχή στο διαγωνιστικό πρόγραμμα να συντρίβεται στις στήλες των κριτικών, στις αποδοκιμασίες των δημοσιογράφων και στην παγωμένη υποδοχή που του είχε κρατημένη το κοινό της επίσημης προβολής.
Βλέποντας κανείς το αυτάρεσκο «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί», άνετα μπορεί να δικαιολογήσει τις αντιδράσεις. Ενας σχεδόν ανυπόφορος συνδυασμός αιματηρού ψυχοδράματος με εξεζητημένο ανατολίτικο φόντο, επιτηδευμένων ζεν ρυθμών, μπακαλίστικης ψυχανάλυσης και εκβιαστικών απόηχων αρχαίας τραγωδίας, το φιλμ θα έδινε σε κάποιον την ευκαιρία να το αντιμετωπίσει σοβαρά μόνο αν το ίδιο είχε επιλέξει για τον εαυτό του εξαρχής τον δρόμο της παρωδίας.
Ειδάλλως τα πάντα, από το άκρατο στιλιζάρισμα, τα ατέρμονα slow motion και τη φετιχιστική σκηνοθεσία μέχρι την επιθετική (και εντελώς δωρεάν) βία, τον χαρακτήρα-καρικατούρα της Κριστίν Σκοτ Τόμας σε ρόλο τερατώδους μητέρας ή το βλέμμα πληγωμένου κουταβιού που περιφέρει από αρχής μέχρι τέλους ο Ράιαν Γκόσλινγκ, αποτελούν το υλικό από το οποίο γεννιούνται οι αυθεντικές bad movies we love. Το πόσο θα αγαπηθεί ένα τέτοιο φιλμ, βέβαια, είναι κάτι που μένει να αποδειχτεί με τον χρόνο.