«Το Μακρύ Νησί είναι ο τόπος αυτοεξορίας μας. Ο Εφιάλτης είναι ο Πατέρας μας. Η Ομιλία και η Ακοή είναι το δώρο του Εφιάλτη σε εμάς. Η Ησυχία είναι το δικό μας δώρο σε αυτόν. Η Οικογένεια μάς προστατεύει από τη Μόλυνση και τους Ταριχευτές. Το χώμα θα είναι το σημείο επιστροφής. Το αύριο είναι σήμερα. Σήμερα είναι η 13η ημέρα του Γαλάζιου Έτους 37».
Με την παραπάνω αινιγματική εισαγωγή ξεκινά το «Χιγκίτα». Το τι ακριβώς ακολουθεί αμέσως μετά είναι κάτι που δύσκολα χωράει σε περιγραφές και το οποίο θα πρέπει μάλλον να δει κανείς για να εξακριβώσει καλύτερα από μόνος του.
Αναλαμβάνοντας την παραγωγή, το σενάριο, την σκηνοθεσία, το μοντάζ, την φωτογραφία, τη μουσική, τον ήχο και το φωνητικό ντουμπλάρισμα όλων των πρωταγωνιστών του φιλμ (!), ο The Boy παίρνει ένα ξεκάθαρα προσωπικό σχέδιο και το μετατρέπει σε ένα επιθετικό κινηματογραφικό πείραμα που έχει την δύναμη της έλξης και της απώθησης μαζί.
Με ένα τραχύτατο εικονογραφικό ύφος που αδειάζει στην οθόνη εικόνες ηθελημένα κατεστραμμένες και εξ ολοκλήρου πειραγμένες, σε σημείο του να νομίζεις ότι αυτό που παρακολουθείς είναι ένα κάκιστο τελεσινέ, μοναδική ηχητική μπάντα τους δωρικούς ήχους από ένα πιάνο και μια αφήγηση που αναλαμβάνει να περατώσει για τα 67 λεπτά που διαρκεί η ταινία (και στο ίδιο μονότονο μοτίβο) μια ανδρική φωνή, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης καλωσορίζει τους θεατές στο δυστοπικό (και ως επί το πλείστον ασυνάρτητο) παραμύθι του και αμέσως μετά προχωρά να τους τιμωρήσει.
Η λέξη «τιμωρία» πιθανόν να ηχεί βαριά για ένα ολότελα ανεξάρτητο, αντισυμβατικό και εντελώς χειροποίητο είδος σινεμά, το οποίο ο νεαρός Βούλγαρης υπερασπίζεται εδώ μέχρις άκρων και περιφέρει θαρραλέα, αδιαφορώντας αν το αδιαπραγμάτευτα πειραματικό ύφος του στείλει μερίδα θεατών γοργά έξω από την αίθουσα.
Όλα αυτά στοιχηματίζω ότι θα είχαν μεγαλύτερη αξία, όμως, αν ο δημιουργός τους επέλεγε να τα στηρίξει σε κάτι ουσιωδέστερο πέρα από ένα παραληρηματικό και εύκολα προβοκατόρικο κείμενο που λειτουργεί ως μανιασμένη πρόζα και το οποίο μπλέκει άγαρμπα την αυθόρμητη κοφτή έκφραση και τον ασαφή συμβολισμό με μια επίτηδες (;) αόριστη φουτουριστική παραβολή.
Υστερα από το οπτικό σοκ των πρώτων λεπτών παρακολούθησής του, παρ' όλα αυτά, η ταινία δεν αναπτύσσεται σε τίποτα παραπάνω από μια δύστροπη αισθητική αποδόμηση στην οποία το ζητούμενο δεν είναι διόλου η εμπλοκή, όσο η αποξένωση του κοινού.
Φιλμ δίχως όμοιό του πιθανόν στην εγχώρια κινηματογραφία, το «Χιγκίτα» είναι σινεμά με εμπνευστή και τελικό αποδέκτη τον ίδιο τον δημιουργό του. Οι υπόλοιποι θεατές μπορούν να ατενίζουν με απορία και σύγχυση όσα εκτυλίσσονται στην οθόνη ή να εγκαταλείψουν την αίθουσα. Στο αφιλόξενο σύμπαν του «Χιγκίτα» μέση οδός δεν υπάρχει.
* Η ταινία προβάλλεται μαζί με το «The Capsule» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη - διαβάστε περισσότερα εδώ.