Αν η «Χιονάτη» ήταν αρκετά τυχερή ώστε να προλάβει να κυκλοφορήσει πριν την προβολή στις Κάννες του υπερ-επιτυχημένου περσινού «The Artist» ή ακόμη καλύτερα πριν αυτός μετατραπεί στην πανταχού παρούσα ταινία της σεζόν 2011/2012, τότε θα είχαμε τη χαρά να μιλάμε για μια ανατρεπτική ιδέα που μπορεί να καυχηθεί για τη φιλόδοξη πρωτοτυπία της. Δυστυχώς (για τους συντελεστές) ή ευτυχώς (για την ομάδα μάρκετινγκ) αυτή η πρωτιά έχει χαθεί αλλά η φιλοδοξία παραμένει: η «Χιονάτη» είναι μια έξυπνα προσαρμοσμένη εκδοχή του μύθου στο βωβό ασπρόμαυρο σινεμά και ένας πετυχημένος φόρος τιμής σε ένα παραμελημένο πια κομμάτι της τέχνης του κινηματογράφου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το γεγονός ότι έρχεται δεύτερη θαμπώνει κάπως το επίτευγμά της αλλά δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι η «Χιονάτη», έχοντας διαφορετικές επιρροές (το «The Artist» αποτίει παιχνιδιάρικο φόρο τιμής στις κλασικές στουντιακές ταινίες, ενώ η πιο μελοδραματική «Χιονάτη» το ευρωπαϊκό κυρίως σινεμά της εποχής και καλτ ταινίες όπως το «Freaks») είναι τελικά μια ανώτερη ταινία.
Μετά το σοβαρό τραυματισμό του διάσημου ταυρομάχου Αντόνιο στην αρένα, η γυναίκα του γεννά πρόωρα ένα κοριτσάκι αλλά πεθαίνει στη γέννα. Ανάπηρος πια, και τσακισμένος ψυχολογικά, ο Αντόνιο παντρεύεται την ύπουλη νοσοκόμα του, η οποία, κυρία πια του πλούσιου σπιτιού του, διώχνει μακριά την κόρη του. Όταν η κηδεμόνας της μικρής πεθάνει, η μητριά αναγκάζεται να τη δεχθεί στην έπαυλη, αλλά την κρατά μακριά από τον πατέρα της. Οι δυο τους, όμως, θα βρουν τον τρόπο να γνωριστούν και να δεθούν, μεταξύ άλλων και με μαθήματα ταυρομαχίας, τα οποία και θα φανούν χρήσιμα στη συνέχεια...
Η ταινία, που σάρωσε τα φετινά βραβεία Γκόγια, παντρεύει έξυπνα το πασίγνωστο παραμύθι με τον κόσμο της ταυρομαχίας και κάποιες πινελιές από αυτόν του φλαμένκο, καθώς και πλήθος από κινηματογραφικές παραπομπές. Ο σκηνοθέτης Πάμπλο Μπερχέρ, ακαδημαϊκός του σινεμά που έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Torremolinos 73» to 2003, έχει μελετήσει προσεκτικά και μιμηθεί με σεβασμό τις ταινίες που καθόρισαν τη μορφή της ταινίας του και αναπαράγει με ακρίβεια τις οπτικές συμβάσεις του σινεμά αυτού, αναζωογονώντας τες ενίοτε και με μια κάπως πιο μοντέρνα αισθητική.
Πολύτιμοι βοηθοί του σε αυτό είναι η πανέμορφη φωτογραφία του Κίκο ντε λα Ρίκα, που στιγμές φλερτάρει πετυχημένα με τον εξπρεσιονισμό και η αποτελεσματική μουσική επένδυση του Αλφόνσο ντε Βιλαγιόνγκα, αλλά και ένα καστ ηθοποιών που προσαρμόζονται άψογα στο πείραμα, ιδιαίτερα η απολαυστική στο ρόλο της μητριάς Μαριμπέλ Βερντού.