Σ’ ένα μικρό λιμάνι στο νότο της Πελοποννήσου, οι ζωές διαφόρων και ετερόκλητων χαρακτήρων (μασόνοι, νεοναζί, Εβραίοι, Παλαιστίνιοι, εκδιδόμενες γυναίκες, δημοσιογράφοι) συγκρούονται με αφορμή την φημολογούμενη άφιξη ενός πλοίου καθ' οδόν για την Παλαιστίνη.
Η σύντομη και γενική αυτή αναφορά στην ιστορία της νέας ταινίας του Νίκου Κούνδουρου («Ο Δράκος», «Μικρές Αφροδίτες», «Μπορντέλο») είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να επιχειρήσει για να περιγράψει την κινηματογραφική τρικυμία εν κρανίω που θα παρακολουθήσει όποιος κακότυχος ή γενναίος θεατής την επιλέξει.
Πέρα από τη βαθιά προβληματική ιδεολογία του, την παράθεση σεξιστικών, ρατσιστικών και λοιπών στερεοτύπων και συνωμοσιολογικών παραληρημάτων, το «Πλοίο» υποφέρει κυρίως από ένα ανύπαρκτο σενάριο, διαλόγους επιπέδου νηπιαγωγείου και βγάλε, και μια σοκαριστικά άτεχνη σκηνοθεσία. Γιατί όσο και αν υποστηρίξει κανείς ότι τα θέματα που θίγει σηκώνουν συζήτηση (και θα είναι τουλάχιστον γενναιόδωρος αν το κάνει), τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει το άτακτο συνονθύλευμα χαρακτήρων και υποπλοκών που δεν καταλήγουν πουθενά, τις, αθυρόστομες για εντυπωσιασμό, ατάκες ή την ανεξήγητα ερασιτεχνική προσέγγιση της καταγραφής όλων αυτών από τον Κούνδουρο - είναι δυνατόν να στήνει έτσι τις σκηνές ώστε δύο άνθρωποι να μιλούν κοιτώντας ο ένας την πλάτη του άλλου και οι δυο μαζί την κάμερα, όπως κοροϊδεύαμε ότι κάνουν τα «Ατίθασα Νιάτα» αυτού του κόσμου;
Οι ηθοποιοί, στην πλειοψηφία τους άπειροι και όχι τόσο ικανοί ερμηνευτές (ή εντελώς προδομένοι από τον σκηνοθέτη τους, δύσκολο να πεις), είναι ανεξαιρέτως εκτός ελέγχου με αποτέλεσμα ξεκαρδιστικά βαρύγδουπες, κούφιες παρουσίες που τονίζουν χειρότερα τις τρομερές ελλείψεις της αφήγησης και των διαλόγων.
Βέβαια, το να σχολιάσουμε ξεχωριστά τα συστατικά της ατυχέστατης, ανεκδιήγητης παραγωγής είναι μάλλον ανούσιο, δεδομένης της κλίμακας της αστοχίας της. Είναι απλώς ένα λυπηρό (και επώδυνο να παρακολουθείς) κινηματογραφικό ναυάγιο, που παρασύρει μαζί του όποια ελάχιστη καλή ιδέα στον πάτο και καταλήγει παρωδία του εαυτού του.