Εδώ και πάνω από μια δεκαετία ο Ντέιβιντ Αγιερ δεν έχει πάψει να εντρυφεί, με όλο και μεγαλύτερη επιμονή και σχολαστικότητα, στην ωμή καθημερινότητα των αστυνομικών του Λος Αντζελες.
Αρχικά ως σεναριογράφος, με δουλειές όπως τη «Μέρα εκπαίδευσης» ή την «Παράβαση καθήκοντος» και αργότερα και ως σκηνοθέτης μαζί, με τις ταινίες «Θάνατος στην πόλη των Αγγέλων» (μονάχα σε DVD) και «Η εξουσία της νύχτας».
Με το νέο του φιλμ «Περιπολία» συνεχίζει να καταγράφει την εγκληματικότητα στους δρόμους και τα γκέτο του Νότιου Λος Αντζελες, αυτήν τη φορά μέσα από το βλέμμα δύο μπάτσων, που, εκτός από αχώριστοι συνεργάτες, είναι και επιστήθιοι φίλοι. Σχεδόν κυριολεκτικά μέσα από το βλέμμα τους, καθώς ο ακραίος ρεαλισμός τροφοδοτείται από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας με υποκειμενικές λήψεις είτε από αστυνομικές μικροκάμερες είτε από ιδιωτικές του καμκόρντερ.
Το ντοκιμαντερίστικης λογικής εύρημα, καθόλου πρωτότυπο πλέον μετά την κατάχρησή του από το είδος του θρίλερ τρόμου, αποδείχνεται δίκοπο μαχαίρι: από τη μια μοιάζει να έχει εκτεθεί βεβιασμένα στη δράση και να επιτείνει την αποσπασματικότητά της - τουλάχιστον για ολόκληρο το πρώτο 60λεπτο και πριν αυτή αρχίσει να επικεντρώνεται στη σύγκρουση του διδύμου με μια συμμορία εμπόρων ναρκωτικών, εντεταλμένης από ένα πανίσχυρο μεξικάνικο καρτέλ να τους εκτελέσει.
Από την άλλη, όμως, δεν παύει να υπογραμμίζει καίρια το θέμα επακριβώς της ταινίας: την ανάλγητη εξοικείωση μιας ολόκληρης γενιάς, που έχει μάθει να βλέπει, να αντιμετωπίζει ή και να ελέγχει τον κόσμο εικονικά σαν να επρόκειτο για κάποιο βιντεογκέιμ ή τηλεοπτικό ριάλιτι, με τη βαρβαρότητα και τον θάνατο. Κι αν αυτό μοιάζει προφανές από ένα σημείο και πέρα, ο Αγιερ δεν το αφήνει να ανακυκλώνεται. Σωστότερα, αναχαιτίζει την ανακύκλωση συμπυκνώνοντας το δράμα στην ανάπτυξη των δύο χαρακτήρων -το φιλμ, άλλωστε, είναι και μια ιστορία συντροφικότητας και αδελφικής φιλίας- και οδηγώντας μεθοδικά τη δράση σε μια συναρπαστική, πραγματικά, σεκάνς τελικής αναμέτρησης.