Η ομάδα που μας έφερε τους «Πειρατές της Καραϊβικής» παρουσιάζει για πρώτη φορά στο σινεμά έναν θρύλο της αμερικανικής κουλτούρας, τον Μοναχικό Καβαλάρη, οι διάσημες ραδιοφωνικές -και μετέπειτα τηλεοπτικές- περιπέτειες του οποίου κρατούν από το μακρινό 1933.
Με εμφανή τη διάθεση να μην παρεκκλίνει από την επιτυχημένη συνταγή των «Πειρατών», ο Γκορ Βερμπίνσκι μάς προσφέρει ένα ανοικονόμητο ρόλερ-κόστερ σε συσκευασία γουέστερν, για να εναποθέσει τελικά σχεδόν τα πάντα στις φιλότιμες και συνήθως απολαυστικές αυτοσχεδιαστικές επινοήσεις του αναμφισβήτητου σταρ της ταινίας, του Τζόνι Ντεπ - μέσα από τα μάτια του ήρωά του, άλλωστε, ξετυλίγεται το όλο στόρι της ταινίας.
Καθώς οι πιονέροι κινούνται δυτικά στην αμερικανική ήπειρο με τον σιδηρόδρομο να τους ανοίγει το δρόμο για τη νέα εποχή, ένας νεαρός δικηγόρος ονόματι Τζον Ριντ (Άρμι Χάμερ) ονειρεύεται να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη με αποκλειστικό όπλο το νόμο.
Η απέχθειά του για τη βία, ωστόσο, μετριάζεται καθώς η αιμοσταγής συμμορία του διαβόητου δραπέτη Μπουτς Κάβεντις (Γουίλιαμ Φίχτνερ) αλωνίζει στην περιοχή, παράλληλα με τα αδιαφανή επιχειρηματικά σχέδια που εξυφαίνονται ανεμπόδιστα πάνω στις ραγδαία επεκτεινόμενες ράγες.
Καταλυτικό ρόλο στη σταδιακή μεταμόρφωση του Ριντ σε μασκοφόρο ήρωα (Μοναχικό Καβαλάρη) παίζει η απρόσμενη συνάντησή του με τον Τόντο (Τζόνι Ντεπ), έναν εκκεντρικό, περιπλανώμενο Ινδιάνο της φυλής Κομάντσι, ο οποίος αναζητά εκείνους που ξεκλήρισαν κάποτε το χωριό του. Κάπως έτσι, οι δύο ολότελα αταίριαστοι χαρακτήρες συμμαχούν προκειμένου να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη.
Οι αναφορές του «Μοναχικού Καβαλάρη» στα γουέστερν του Τζον Φορντ και του Σέρτζιο Λεόνε είναι παραπάνω από εμφανείς, όσο πρόδηλες είναι και οι προσπάθειες των παραγωγών να συνθέσουν μία ταινία-υβρίδιο των «Πειρατών» (βλέπε τον Ντεπ στην ινδιάνικη εκδοχή του Τζακ Σπάροου, αλλά και την αισθητική των σκηνών δράσης) και του «Κάποτε Στη Δύση».
Ωστόσο, η σύμπραξη της Ντίσνεϊ και του μεγαλοπαραγωγού Τζέρι Μπρουκχάιμερ, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίας τόσο του Βερμπίνσκι όσο και των σεναριογράφων των «Πειρατών», Τεντ Έλιοτ και Τέρι Ρόσιο, κατευθύνει αυτό το πανάκριβο εγχείρημα προς μία ξαναζεσταμένη εκδοχή των περασμένων επιτυχιών της παραπάνω ομάδας.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο καλός Βερμπίνσκι αδυνατεί να επαναλάβει τη διασκεδαστική επαναπροσέγγιση του γουέστερν, όπως είχε καταφέρει μερικά χρόνια πριν με το «Rango». Οι αιτίες γι' αυτό είναι αρκετές. Καταρχάς, η αφόρητα σχηματοποιημένη εκδοχή καλού-κακού και η πληθώρα μονοδιάστατων χαρακτήρων αποδυναμώνει αισθητά την ίδια την πλοκή.
Πάνω σε αυτή την αδυναμία, έρχεται το ρόλερ-κόστερ υπερθέαμα, στα πρότυπα των θεματικών πάρκων της Ντίσνεϊ και της σειράς των «Πειρατών», για να επικρατήσει ολοκληρωτικά κατά το τρίτο μέρος της ταινίας. Ενώ όμως η αντίστοιχη αισθητική στις σκηνές δράσης έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχημένα σε διάφορες περιπτώσεις κατά το πρόσφατο παρελθόν (βλέπε «Rio» και «Οι Περιπέτειες Του Τεντέν: Το Μυστικό Του Μονόκερου»), στον «Μοναχικό Καβαλάρη» καταλήγει να υπογραμμίζει το άνισο, γεμάτο αδυναμίες σενάριο.
Η αλήθεια είναι πως η παρουσία του τετραπέρατου αλλά και επιρρεπούς στη μανιέρα Ντεπ στο ρόλο ενός ακόμα ήρωα με πειραγμένο μυαλό εξακολουθεί να ασκεί γοητεία στο κοινό, παρά το γεγονός ότι με τα χρόνια το εκπλήσσει όλο και πιο σπάνια. Παρόλα αυτά, οι κωμικές σφήνες του προσφέρουν πολύτιμη, αν και στιγμιαία τόνωση στην ταινία, αποτελώντας ίσως το μοναδικό αληθινά αναπάντεχο συστατικό της.
Ο μορφονιός Άρμι Χάμερ που τον πλαισιώνει, χάνεται για ακόμα μία φορά χωρίς την καθοδήγηση ενός σκηνοθέτη του επιπέδου Φίντσερ («The Social Network»). Κι αν οι Τομ Γουίλκινσον (στο ρόλο του αδίστακτου επιχειρηματία) και Γουίλιαμ Φίχτνερ προσπαθούν φιλότιμα να ξεχωρίσουν, η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ και η Ρουθ Γουίλσον πασχίζουν μέσα από τους περιορισμένους τους ρόλους να αναδιαμορφώσουν από κοινού, η μία στην εκκεντρική και η άλλη στην παραδοσιακή μορφή της, την αρχετυπική, σκληροτράχηλη ηρωίδα των γουέστερν.
Με δεδομένη την εμπλοκή του Μπρουκχάιμερ στο εγχείρημα με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αλλά και το γεγονός ότι η Ντίσνεϊ φημίζεται για τα συντηρητικά αντανακλαστικά της σε ό,τι αφορά την υλοποίηση περισσότερο τολμηρών ιδεών, μοιάζει λογικό που «Ο Μοναχικός Καβαλάρης» καταλήγει να είναι μονοδιάστατος, άδειος από οτιδήποτε το καινούριο και αποκλειστικά προσανατολισμένος σε μία προσοδοφόρα παρουσία στα παγκόσμια ταμεία. Ανεξάρτητα όμως από τις επιδόσεις του στα ταμεία, το δυστύχημα είναι πως εκείνο που ξεκίνησε ως ένας φιλόδοξος φόρος τιμής στο είδος του γουέστερν, κατέληξε σε παρωδία.