Πώς είναι δυνατόν το σενάριο του «Broken City» να ήταν στη λίστα με τα καλύτερα μη-αγορασμένα πρότζεκτ για το 2008; Πόσο χαμηλός ήταν ο ανταγωνισμός για να επιτρέψει σε μια τόσο τετριμμένη προσπάθεια να αναγορευθεί σε οτιδήποτε παραπάνω από μετριότητα; Αλλοιώθηκε τόσο η νοημοσύνη του στα ενδιάμεσα χρόνια κατά τη διάρκεια της προ-παραγωγής και των γυρισμάτων; Γιατί το μόνο σίγουρο είναι σε μια ταινία που συχνά βουλιάζει στα κλισέ σε όλους της τους τομείς, ο αδύναμος κρίκος είναι η επίπεδη, παιδαριώδης ιστορία στο κέντρο της.
Πρωταγωνιστής της είναι ο Μπίλι Τάγκαρτ (Μαρκ Γουόλμπεργκ), ένας αστυνομικός που αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την υπηρεσία μετά από μια αμφιλεγόμενη υπόθεση και τώρα βγάζει τα προς το ζην ως ιδιωτικός ντετέκτιβ. Ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης (Ράσελ Κρόου), στον οποίο χρωστά χάρη για την μυστηριώδη υπόθεση στο παρελθόν του, τον προσλαμβάνει να παρακολουθήσει τη γοητευτική αλλά μυστηριώδη γυναίκα του (Κάθριν Ζέτα Τζόουνς) για να ανακαλύψει την ταυτότητα του εραστή της. Όλοι όμως κρυβούν τα δικά τους μυστικά, και ο Τάγκαρτ θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια μεγάλη συνωμοσία.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι αυτά τα έχουμε ξαναδεί αλλά τα έχουμε ξαναδεί με πολύ πιο έξυπνο, σοφιστικέ τρόπο από μια απλή παράθεση στερεοτύπων και αποτυχημένο πιθηκισμό νουάρ τόνων. Η ιστορία υποτίθεται ότι στηλιτεύει τη σαπίλα του συστήματος, οι διάλογοι απαισιόδοξα αποκαλύπτουν τη ζούγκλα της πολιτικής και την ανημπόρια των απλών πολιτών. Ποτέ δεν φέρνει στη ζωή τους χάρτινους χαρακτήρες αρκετά για να κάνει αυτές τις βολές να βρουν το στόχο τους και συχνά πέφτει στην παγίδα της απλοϊκότητας - αλήθεια πρέπει να εξισώσουμε την τεράστιας κλίμακας πολιτική απάτη με την ιερή αγανάκτηση που νιώθει ο Τάγκαρτ όταν βλέπει τη σύντροφό του σε μια ερωτική σκηνή της ταινίας στην οποία εμφανίζεται;
Και η μπάλα παίρνει και τους συνήθως αξιόπιστους - ο Κρόου και η Ζέτα Τζόουνς ίσα-ίσα διασώζονται, αν και έχουν ελάχιστα ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουν με τους ρόλους τους, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε για τον χλιαρό Γουόλμπεργκ, που αδυνατεί να δώσει μια αξιομνημόνευτη διάσταση στον ανιαρό πρωταγωνιστικό χαρακτήρα του.
Πέρα από μια και μόνο σκηνή που τολμά να υπονοήσει μια πιο αμφιλεγόμενη διάσταση στην προσέγγιση των χαρακτήρων (το τηλεοπτικό ντιμπέιτ ανάμεσα στους υποψήφιους δημάρχους που σοφά κλιμακώνει την ένταση και συλλαμβάνει την πραγματικότητα τέτοιου είδους αντιπαραθέσεων), η ιστορία αρκείται σε πολυφορεμένους και κουρασμένους πια μηχανισμούς και ρυθμούς, και κάνει το λάθος να τα μπερδέψει αυτά με ουσία.