The Paperboy

26.01.2013
Φυλετικές εντάσεις, κρυμμένα μυστικά, φλογεροί πόθοι, σεξουαλική φόρτιση και μερικές από τις πιο εξωφρενικές σκηνές της χρονιάς πρωταγωνιστούν σε μια ταινία που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε σκηνοθετήσει ο Τζον Γουότερς, αν δεν τον είχε προλάβει ένας προ τριετίας υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθέτης.

Τρία χρόνια αφότου απέκτησε ανεξήγητα τον σεβασμό της καλλιτεχνικής κοινότητας με το βαρύγδουπο και εκβιαστικό «Precious», ο Λι Ντάνιελς αποδεικνύει φέτος ότι είναι ένας ξεκάθαρα exploitation σκηνοθέτης. Αγνοώντας κάθε έννοια λεπτότητας, δεν διστάζει να σερβίρει μάλλον απενεχοποιημένα στο κοινό του ένα έξοχα διασκεδαστικό κομμάτι trash σινεμά το οποίο είναι βέβαιο πως θα φιγουράρει μελλοντικά σε ενημερωμένες «bad movies we love» λίστες.

Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Πίτερ Ντέξτερ, ο οποίος δούλεψε και την σεναριακή διασκευή του, το «The Paperboy» εκτυλίσσεται στην Φλόριντα των τελών της δεκαετίας του ’60, ιδρώνει μαζί με τους ήρωές του στην καρδιά ενός καυτού καλοκαιριού και εξιστορεί πώς τρεις άντρες και μία γυναίκα μπλέκονται με όχι ευνοϊκά για όλους αποτελέσματα στην διαδικασία αθώωσης ενός θανατοποινίτη που μπορεί να φυλακίστηκε για έναν φόνο τον οποίο δεν διέπραξε.

Επεισοδιακό σε δομή, ενίοτε ασυνάρτητο και διαρκώς σε αναζήτηση εύκολων συγκινήσεων, το φιλμ αξίζει κανείς να το δει για τα μικρά αλλά τακτικά άλματά του στα χωράφια του εξεζητημένου και του εξωφρενικού: μια δραματουργικά αχρείαστη (και ξεκαρδιστική) σκηνή δημόσιας ενούρησης, τα αποτελέσματα μιας γκέι σαδομαζοχιστικής περίπτυξης, δυο ήρωες που κατορθώνουν να έρθουν σε οργασμό εξ αποστάσεως κατά την διάρκεια ενός επισκεπτηρίου σε φυλακή (!), ή μια αστυνομική πλοκή που δείχνει να αδιαφορεί για την έκβασή της.

Όλα αυτά μέσα από τα μάτια μιας αφηγήτριας (με τα χαρακτηριστικά μιας ναρκοληπτικής Μέισι Γκρέι) η οποία δεν βρισκόταν παρούσα στα περισσότερα συμβάντα που διηγείται, αλλά δείχνει μυστηριωδώς να τα γνωρίζει στην κάθε τους λεπτομέρεια, με τον Ζακ Έφρον να κυκλοφορεί με τα λιγότερα δυνατά ρούχα, τη Νικόλ Κίντμαν να βουτάει χωρίς προστατευτικό δίχτυ στην πιο θαρραλέα και σέξι ερμηνεία της καριέρας της, και τον Ντάνιελς να φιλμάρει τα πάντα λες και βρίσκεται συπό την επήρεια πυρετού ή μέθης.

Πέρα από τον παράγοντα σοκ, τον οποίο επικαλείται όσο συχνότερα μπορεί, ο σκηνοθέτης μοιάζει, παρ’ όλα αυτά, να μην γνωρίζει ακριβώς πώς να χειριστεί το υλικό που έχει στα χέρια του. Δίνει την εντύπωση ότι κινηματογραφεί τα πάντα με καθαρά ενστικτώδη και παρορμητικό τρόπο, αδυνατεί να βάλει σε τάξη τις πολλές τονικές ασυνέχειες και κυκλοθυμίες του φιλμ και αποδεικνύει ότι είναι ένας δημιουργός παρακινούμενος λιγότερο από την διάθεση να διηγηθεί μια ιστορία και περισσότερο από μια ατίθαση λίμπιντο και μια ακόρεστη διάθεση για σκανδαλοθηρία.

Η ταινία του έχει ελάχιστα να ζηλέψει από τα grindhouse θεάματα που προβάλλονταν σε κακόφημα αμερικανικά σινεμά της δεκαετίας του ’70 και σε αφήνει διαρκώς να μαντεύεις αν έχει ξεκάθαρη συναίσθηση της trash λογικής που με τόση περηφάνεια περιφέρει. Σε κάθε περίπτωση, το «The Paperboy» υπόσχεται να είναι απολαυστικό σε όσους θελήσουν να μην το πάρουν στα σοβαρά.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ