Οι Διώκτες του Εγκλήματος

28.12.2012
Ενάρετοι αστυνομικοί τα βάζουν με αιμοβόρικους κακοποιούς στο Λος Άντζελες του 1949 για λογαριασμό αυτού του υπερβίαιου γκανγκστερικού φιλμ που μοιάζει με ανέμπνευστη αντιγραφή παλιότερων και σαφώς ανώτερων ταινιών του είδους.

Αν θέλουμε κατ’ αρχάς να είμαστε ακριβείς με την Ιστορία, κάτι που οι δημιουργοί του φιλμ θεώρησαν μάλλον περιττό, τότε ο Μίκι Κόεν υπήρξε πράγματι ένας από τους πιο διαβόητους και ισχυρούς εκπροσώπους του Αμερικανικού υποκόσμου. Σε καμιά περίπτωση, ωστόσο, δεν φαίνεται να ήταν το ψυχωτικό κτήνος που με παραπανίσιο στόμφο (και φανερή υπερβολή στο προσθετικό μακιγιάζ) υποδύεται ο Σον Πεν. Ούτε, ασφαλώς, έπεσε νεκρός από τις σφαίρες του βετεράνου αστυνομικού επιθεωρήτη που προσπαθεί να ερμηνεύσει όσο πιο αξιοπρεπώς μπορεί ο Τζος Μπρόλιν. Αντιθέτως έζησε μέχρι το 1976 και μάλιστα εξέδωσε μια λεπτομερή αυτοβιογραφία, στην οποία ομολογούσε μεταξύ άλλων ότι «ποτέ δεν σκότωσα κάποιον ο οποίος να μην άξιζε να πεθάνει».

Η έλλειψη αληθοφάνειας δεν είναι, βεβαίως, το πρόβλημα με την ανέμπνευστη γκανγκστερική ρέπλικα την οποία σκηνοθέτησε ο Ρούμπεν Φλάισερ, διατηρώντας ατυχώς την ίδια καρτουνίστικη και επιπόλαιη προσέγγιση στο θέμα της βίας που είχε υιοθετήσει με πιο ταιριαστό τρόπο στην κωμωδία τρόμου «Zombieland».

Φτωχός συγγενής των «Αδιάφθορων» του Μπράιαν Ντε Πάλμα, οι «Διώκτες του Εγκλήματος» αποτελούν ένα ιλουστρασιόν αναμάσημα από παλιότερες και καλύτερες δημιουργίες του είδους, το οποίο προσπαθεί να μεταμφιέσει την σεναριακή και σκηνοθετική ανεπάρκειά του πίσω από μια εξαιρετική δουλειά στην καλλιτεχνική διεύθυνση και την σχολαστική αναβίωση των ημερών του ’40, όσο κι από ένα στιβαρό επιτελείο ηθοποιών που σε οποιαδήποτε άλλη ταινία θα αποτελούσαν πιθανόν εγγύηση για το αξιόλογο αποτέλεσμα.

Τι να σου κάνουν εδώ οι ηθοποιοί, παρ’ όλα αυτά, όταν καλούνται να ξεστομίζουν ξύλινα κομμάτια διαλόγου, έχουν επωμισθεί ρόλους που μοιάζουν λιγότερο με χαρακτήρες και περισσότερο με στερεότυπα και προσπαθούν να βρουν άτσαλα τη θέση που τους ταιριάζει σε ένα σικέ φιλμ νουάρ όπου οι υπεύθυνοι του βεστιαρίου φαίνεται να έκαναν περισσότερη δουλειά απ’ ότι μπήκε στον κόπο να κάνει ο σεναριογράφος;

Οσο για την πολιτική ατζέντα του φιλμ, εκείνη που επιλέγει να μετατρέψει τον κακό της υπόθεσης σε μια υπερμοχθηρή και γκροτέσκα φιγούρα προκειμένου να δικαιώσει έτσι τις πολυάριθμες ασυδοσίες της αστυνομίας που επί δύο περίπου ώρες δείχνει να αποθεώνει το σενάριο, θα ήταν προτιμότερο να παραμείνει ασχολίαστη. Στο κάτω κάτω της γράφης, οι αξιώσεις των «Διωκτών του Εγκλήματος» δεν ξεπερνούν αντικειμενικά αυτές ενός καλογυαλισμένου χολιγουντιανού pulp. Πίσω από τους καπνούς των αυτόματων όπλων, τα εξαντλητικά αιματοκυλίσματα, το στυλιζάρισμα που αγγίζει τα όρια της παρωδίας ή τα ντεκόρ και τα κοστούμια που ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε χρώμα, δεν κρύβεται απολύτως τίποτα.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ