The Master

21.11.2012
Μεγαλόπνοο και σπαρακτικό, επικό μέσα σε μια ανθρώπινη ταπεινότητα, διαυγές και πολύπλοκο. Μια ανατριχιαστική τομή πάνω στο σώμα της Αμερικής που αποκαλύπτει τους εφιάλτες της. Αλκοολικός, και με ψυχολογικά προβλήματα ναύτης εναποθέτει την στραπατσαρισμένη του ύπαρξή στα χέρια του χαρισματικού ηγέτη μιας παράξενης θρησκείας, την εποχή (δεκαετία του ΄50) που ένα ολόκληρο έθνος προσπαθεί να εφεύρει τον εαυτό του από την αρχή και να τον επιβάλει στον κόσμο: ως συλλογική και καθολική διαδικασία.

Ο Φρέντι (Χοακίν Φίνιξ) είναι αλκοολικός, βίαιος, λούζερ, ψυχολογικά και συναισθηματικά ασταθής. Ένας ναύτης, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος, τώρα που υπογράφηκε η ειρήνη, δεν ξέρει πού να πάει, πώς να σταθεί, και τι να κάνει. Κι έτσι κάνει τα πάντα. Μέχρι που μια μέρα τρυπώνει λαθρεπιβάτης σε ένα κρουαζιερόπλοιο με το όνομα «Alithea» (sic). Εκεί γνωρίζει τον Λάνκαστερ (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν) έναν χαρισματικό, φωτισμένο «δάσκαλο» μιας παράξενης πνευματικής αίρεσης, ο οποίος συμπεριφέρεται σαν θρησκευτικός ηγέτης, γιατρός και φιλόσοφος.

Έχει εκδώσει ήδη ένα βιβλίο και πρεσβεύει ότι το σώμα δεν είναι παρά το όχημα του πνεύματος, ότι η ψυχή ζει αιώνια, ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να καθοδηγείται από τα συναισθήματα και τα ένστικτά του.

Σύντομα αποκαλύπτονται κι άλλες πτυχές της διδασκαλίας του, η οποία συνδυάζει τον μυστικισμό, την ύπνωση και τα ταξίδια στο παρελθόν. Διατείνεται μάλιστα ότι μπορεί να θεραπεύσει, εξ αποστάσεως, ακόμη και την λευχαιμία. Οι πιστοί, αλλά και οι επικριτές του αυξάνονται μέρα με την μέρα.

Οι δυο αυτοί ετερόκλητοι –και συμπληρωματικοί βεβαίως- χαρακτήρες, που ο ένας δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τον άλλο, ενώνονται με τα δεσμά μιας ιδιότυπης πατρικής και καταπιεστικής σχέσης με στοιχεία λανθάνοντος ερωτισμού, υποταγής, θαυμασμού και ανάγκης.

Γνωρίζοντας σήμερα την σαϊεντολογία και τις ανοησίες που ο ιδρυτής της, ο Ρον Χάμπαρτ, παρουσιάζει σαν μια «καθολική οικουμενική φιλοσοφία»- όπως ακριβώς και ο Λάνκαστερ στην ταινία- θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «The Master» δεν είναι παρά μια κριτική σ’ αυτή την ιδιότυπη μοντέρνα θρησκεία.

Σιγά το κατόρθωμα όμως! Γιατί ο Πόλ Τόμας Άντερσον να σπαταλήσει τόση ενέργεια και ταλέντο (και έχει τεράστιο) για μια βλακώδη θρησκευτική αίρεση;

Τα πράγματα βέβαια δεν είναι τόσο απλά. Ο δημιουργός του «Μανόλια» και του «Θα Χυθεί Αίμα», ο άνθρωπος που μίλησε για την εξουσία του ατόμου πάνω στο πλήθος και την απληστία της συνεχούς επέκτασης, απλώς χρησιμοποίησε την σαϊεντολογία για να μιλήσει για την μεταπολιτευτική Αμερική.

Τοποθέτησε λοιπόν την δράση αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε που μια «νέα αμερικανική θρησκεία» υποσχέθηκε στους πιστούς της, ένα παγκόσμιο βασίλειο χωρίς σύνορα. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να πιστέψουν τους παντοδύναμους ηγέτες τους και να επανεφεύουν την χώρα τους. Η οποία ετοιμαζόταν- για πρώτη φορά στην, ούτως ή άλλως μικρή, ιστορία της- να κατακτήσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, το βασίλειο της Γης και του Ουρανού.

Αυτή τη «νέα θρησκεία» (The Cause λέγεται στην ταινία) ο Πολ Τόμας Αντερσον θα την περιγράψει με την μεγαλύτερη δυνατή αγάπη. Θα σταθεί μακριά της, χωρίς καμιά μανιχαϊστική εμμονή, χωρίς να έχει έτοιμη λύση, χωρίς να θέλει να καταδικάσει ή να αθωώσει κανένα.

Μέσα από την, σχεδόν ερωτική, σχέση του Φρέντι με τον Λάνκαστερ θα δούμε το προσωπικό δράμα να μετασχηματίζεται σε συλλογικό απωθημένο και να περιγράφει την περιπέτεια μιας διαιρεμένης χώρας η οποία, καθ’ όλη την δεκαετία του ’50, επιχειρούσε να προσαρμόσει τον πολιτισμό των τραυμάτων της πάνω στο όνειρο ενός νέου επεκτατισμού.

Από την πρώτη κιόλας τους συνάντηση ο Λάνκαστερ, μέσα από μια σειρά, αθώων αρχικά, ερωτήσεων, θα κάνει τον Φρέντι να ανακαλύψει τα τραύματα που κουβαλά. Κι η εμπειρία αυτή ουσιαστικά τον μεταμορφώνει σε πιστό του υπηρέτη. Ο χθεσινός λούζερ είναι πια φανατικός στρατιώτης μιας ιδεολογίας που δεν την καταλαβαίνει, αλλά είναι έτοιμος να πολεμήσει γι αυτήν.

Όσο για τον Λάνκαστερ, μένει κι αυτός πιστός στον Φρέντι, ακόμη κι όταν όλοι του λένε ότι πρέπει να τον απομακρύνει από την αυλή του. Ακόμη κι όταν δεν έχει κάτι εμφανές να κερδίσει. Και πώς αλλιώς; Ο Φρέντι είναι το άλλο του μισό, το κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ των παθών του, που ορίζει την απληστία του. Είναι ο μόνος που του υπόσχεται ότι θα υπάρξει συνέχεια, ότι η εξουσία του βρήκε ένα κληρονόμο.

Ο Φρέντι είναι για τον Λάνκαστερ ότι ήταν ο Πολ Ντάνο για τον Ντάνιελ Ντέι Λούις στο «Θα Χυθεί Αίμα» ή ο Μαρκ Γουόλμπεργκ για τον Μπαρτ Ρέινολντς στις «Ξέφρενες Νύχτες» - μια ταινία που δεν με είχε ενθουσιάσει το 1997 που βγήκε, αλλά αργότερα εκτίμησα βαθύτατα μέσα στο πλαίσιο του εξαιρετικού έργου του Πολ Τόμας Άντερσον. Στο φεστιβάλ της Βενετίας ο 42χρονος αυτός Καλιφορνέζος πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας, ενώ ο Χόφμαν και ο Φίνιξ μοιράστηκαν το βραβείο ερμηνείας. Ο πρώτος είναι αλήθεια καταπληκτικός. Εσωτερικός και χαμηλόφωνος, χτίζει τον χαρακτήρα του με απλά υλικά και πάνω σε μια ηθελημένη παραφωνία που δεν σε αφήνει ποτέ να καταλάβεις αν τον συμπαθεί ή τον υπονομεύει.

Ο Φίνιξ όμως είναι υπερβολικός. Ξέρω ότι θα τον λατρέψουν και θα τον προτείνουν για Όσκαρ, εγώ όμως τον βρήκα νάρκισσο.

Έχει φτιάξει το σχήμα ενός ανθρώπου και προσπαθεί να χωρέσει μέσα του. Μιμείται την φόρμα και χάνει την αλήθεια, κυνηγάει το μοντέλο που νομίζει ότι αντιπροσωπεύει τον χαρακτήρα και χάνει τον ίδιο τον χαρακτήρα. Προσποιείται ότι ερμηνεύει, δεν ερμηνεύει. Μικρό το κακό πάντως σε ένα τόσο εξαιρετικό έργο.

Και το «The Master» είναι ένα εξαιρετικό έργο. Απόσταγμα ενός δημιουργού που συνδυάζει την οξυδέρκεια του ανήσυχου Ευρωπαίου καλλιτέχνη και την απλή παράδοση του κλασικού Αμερικανού φιλμοκατασκευαστή.

Σινεμά «μεγάλων διαστάσεων» (δεν είναι τυχαίο ότι έκανε πρεμιέρα σε φιλμ 70mm και τώρα θα προβληθεί στο εντυπωσιακό φορμά του σινεμασκόπ) και καθαρών ιδεών που σε παρασέρνει με την ακρίβεια και τις κεντημένες του λεπτομέρειες. Σε παρασέρνει με ένα τρόπο που δεν μπορείς να του αντισταθείς.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ