Αν...

20.11.2012
Στην πρώτη κινηματογραφική του απόπειρα, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης αγωνίζεται να ξεφύγει από τις τηλεοπτικό παρελθόν του, από τις ρομαντικές γραφικότητες που επικαλείται και από μια αίσθηση ότι όλα αυτά που διηγείται τα έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν και σαφώς καλύτερα.

Για λογαριασμό της πρώτης του σεναριακής και σκηνοθετικής δουλειάς στον κινηματογράφο, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης επιχειρεί να διηγηθεί όχι μία αλλά δύο ιστορίες αγάπης, τις οποίες μάλιστα τοποθετεί σε μια σημερινή Αθήνα της συλλογικής κρίσης, έτσι όπως αυτή διαπερνά αναπόφευκτα τις ανθρώπινες σχέσεις και ρίχνει βαριά την σκιά της πάνω στους κατοίκους μιας μεγαλούπολης που αναζητά λίγη αγάπη και ασφάλεια.

Το σκεπτικό του Παπακαλιάτη είναι να ενώσει το είδος του αισθηματικού δράματος με ένα επίκαιρο σχόλιο πάνω στην τρέχουσα νεοελληνική πραγματικότητα και με ένα γενικότερο προβληματισμό πάνω στην έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης ως μια ατέλειωτη αλληλουχία από πιθανότητες και παιχνίδια του τυχαίου.

Αυτό στο οποίο καταλήγει είναι το αντίστοιχο ενός γιγαντιαίου και διαρκούς déjà vu. Σκηνές, διάλογοι, μουσικές και ολόκληρες παράμετροι της πλοκής φέρνουν στο μυαλό πολυάριθμες δημιουργίες του παρελθόντος, ενώνοντάς τις σε ένα συζητήσιμο επισκεπτήριο από πράγματα που έχουμε δει, ακούσει και σκεφτεί ήδη πολλές φορές στο σινεμά.

Δεν είναι αυτό, ωστόσο, το πρόβλημα της καλογυρισμένης τηλεταινίας που ο Παπακαλιάτης μεταμφίεσε στις διαστάσεις ενός κανονικού κινηματογραφικού φιλμ. Το «Αν...» βασίζεται υπερβολικά επάνω σε μια ατέλειωτη παρέλαση από ρομαντικά στερεότυπα και τόσο πολυχρησιμοποιημένα κλισέ, ώστε να μπορείς να προβλέψεις το πότε θα εμφανιστούν επί οθόνης, ολόκληρα λεπτά πριν συμβεί αυτό.

Ο σκηνοθέτης υπερτονίζει, επιπλέον, κάθε πλάνο του με συναισθηματικές μουσικές, οι οποίες παίζουν συνεχώς και δεν λένε να σιγήσουν, σαν να επιχειρούν να ψυχαναγκάσουν τον θεατή για το πώς πρέπει να αισθάνεται και να ανταποκρίνεται σε κάθε στιγμή της ταινίας.

Με τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για ματαιοδοξία και ναρκισσισμό, έπειτα, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης του φιλμ φιγουράρει σχεδόν σε κάθε πλάνο του, κρατώντας τα πρωταγωνιστικά ηνία μαζί με την (συμπαθέστατη) Μαρίνα Καλογήρου.

Άθελά του, όμως, εκτοπίζει πολύ πιο ενδιαφέροντες δεύτερους χαρακτήρες οι οποίοι, αν είχαν την πολυτέλεια περισσότερου χρόνου με το μέρος τους, θα είχαν ληστέψει σίγουρα την ταινία από τους δυο βασικούς της συντελεστές.

Δεν είναι παράλογο που τα πιο αξιομνημόνευτα στιγμιότυπα της ταινίας αφορούν είτε το ζεύγος Γιώργου Κωνσταντίνου και Μάρως Κοντού (χαριτωμένο το εύρημα της κινηματογραφικής επανένωσής τους), είτε την Θέμιδα Μπαζάκα στον ρόλο της μητέρας, είτε τον Φάνη Μουρατίδη σε σύντομη αλλά πολύ χαρακτηριστική σκηνή, είτε τον Ακύλα Καραζήση με το εκτόπισμά του, είτε τον Τάκη Σπυριδάκη στη φιγούρα ενός μπάρμαν, του οποίου πολύ φοβάμαι ότι ο ρόλος και οι ατάκες κατέληξαν στο πάτωμα του δωματίου όπου έγινε το τελικό μοντάζ.

Όλα αυτά ενδεχομένως να ήταν μικρότερα πταίσματα, αν ο Παπακαλιάτης εμπιστευόταν πραγματικά το ένστικτο και την καρδιά του και δεν κατέφευγε σε δάνεια από άλλους προκειμένου να γεμίσει την ιστορία του.

Προϊόν μάλλον αυτής της ανασφάλειας και της ανάγκης του να επιβεβαιωθεί, διαλέγοντας όμως από τα ήδη δοκιμασμένα και τα «έτοιμα», το «Αν...» δεν περιέχει ούτε ένα σημείο στο οποίο τα όσα λέγονται και τα όσα καταδεικνύονται να μπορούν να πείσουν το κοινό ότι δεν αποτελούν αποτέλεσμα σεναριακής συγγραφής, αλλά έξυπνες αντανακλάσεις της αληθινής ζωής.

Ίσως, όμως, αυτή να ήταν τελικά και η αντικειμενική πρόθεση του Παπακαλιάτη: ένα μη ρεαλιστικό σινεμά το οποίο να μεταχειρίζεται ρομαντικούς μύθους σαν να μην έχουν ειπωθεί ποτέ ξανά.

Να αντικρίζει δηλαδή τη μητρόπολη ως μια σειρά από όμορφα, χρωματιστά σπιτάκια και ειδυλλιακά σοκάκια, να θίγει σημερινές κοινωνικο-πολιτικές αντιξοότητες από την θαλπωρή ενός άνετου διαμερίσματος στην Πλάκα, να ονειρεύεται αθηναϊκές γειτονιές στις οποίες ηχούν καθημερινά λατέρνες και να φιλμάρει τα πάντα σαν να αποτελούν υλικό ενός μεγάλου διαφημιστικού σποτ με θέμα τον έρωτα.

Αν αυτές ήταν οι προθέσεις του δημιουργού της ταινίας, και κανείς δεν αρνείται σε έναν άνθρωπο να φαντασιώνεται στα σενάρια και στις ταινίες του μια πιο ελκυστική πραγματικότητα από αυτή που βλέπει γύρω του, τότε νομίζω ότι μπορεί να αισθάνεται περήφανος: Με το παραμυθένιο love story που σκαρφίστηκε, τις έφερε εις πέρας στην εντέλεια.