Ανάμεσα στα βαριά δράματα, τα σοβαρά (ή και σοβαροφανή) φιλμ «με μηνύματα» και τις σινεφίλ δημιουργίες που συνήθως επικρατούν στις υποψηφιότητες των Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας (και δεν είναι και η μόνη κατηγορία στην οποία συμβαίνει αυτό), στην περσινή τελική εννιάδα βρέθηκε και μια αναπάντεχη πρόταση από τη Δανία - μια κωμωδία για κρίση μέσης ηλικίας, γαμήλια προβλήματα και ποδόσφαιρο!
Είναι δείγμα της καλής διάθεσης που δημιουργεί αβίαστα το «Buenos Aires, Σ' Αγαπώ» το γεγονός ότι μπόρεσε να σπάσει την παράδοση αυτή και να ξεχωρίσει πέρα από τη γενέτειρά του, παρά τα προφανή ψεγάδια του και τους περιορισμούς που ξεκινούν ήδη από το θέμα του. Εξάλλου, η ιστορία του μάλλον αποτυχημένου αν και αφοσιωμένου στη δουλειά του Δανού επιχειρηματία, που φτάνει στην Αργεντινή για να διεκδικήσει πίσω την σύζυγό του πριν την τελική υπογραφή του διαζυγίου τους, μοιάζει σχεδόν επίτηδες φορτωμένη με κλισέ από το πρώτο κιόλας λεπτό: ο μπερδεμένος μεσήλικας σε κατάθλιψη, ο κυκλοθυμικός έφηβος, ο εραστής-εφιάλτης για τον σύζυγο, η ζέστη της Αργεντινής, οι φωνακλάδες ντόπιοι που χορεύουν παθιασμένο τανγκό, και όποιο άλλο στερεότυπο μπορεί να φανταστεί κάποιος για μια ξένη χώρα.
Μετά όμως η ταινία βρίσκει έναν λιγότερο βεβιασμένο ρυθμό και ευτυχώς αναθέτει στην ερμηνεία του συμπαθέστατου πρωταγωνιστή της το μεγαλύτερο κομμάτι της κωμωδίας, ενώ στην πορεία τα καρτποσταλικά κλισέ ατονούν κάπως για να δώσουν την θέση τους σε μερικές πραγματικά διασκεδαστικές αλλά και γλυκόπικρες στιγμές. Η ταινία δεν γίνεται ποτέ απαραίτητα αξέχαστη αλλά στην πορεία διαπιστώνεις ότι περιέργως κατέληξες να συμπαθείς τον καθένα από αυτούς (ναι, ακόμη και τον ακατοίκητο σωματαρά ποδοσφαιριστή) παρά τα κάποια κλοουνίστικα μειονεκτήματά τους, τα οποία και εκμεταλλεύεται η ταινία για κωμικούς σκοπούς.
Στα ατού της ταινίας, ο χειρισμός της γλυκύτατης σχέσης του γιου με μια ντόπια κοπέλα: καθόλου συγκαταβατικός, πέρα για πέρα αληθινός και η τέλεια αντίθεση με το έτερο κεντρικό ζευγάρι της πλοκής που βρίσκεται στην άλλη άκρη του φάσματος των ερωτικών σχέσεων.