Η πρώτη και τελευταία πραγματικά κερδοφόρα ταινία στην περιπετειώδη καριέρα του Όρσον Γουέλς στάθηκε μια δουλειά την οποία ο σκηνοθέτης υπέγραψε κατά παραγγελία, αμέσως μετά την εισπρακτική αποτυχία που γνώρισαν οι «Υπέροχοι Αμπερσονς», θέλοντας πιθανόν να αποδείξει στο Χόλιγουντ ότι μπορούσε να γυρίσει οτιδήποτε και πως τα μεγάλα στούντιο όφειλαν να τον υπολογίζουν.
Και παρ’ όλο που στην μετέπειτα ζωή του ο Γουέλς δεν θα αναφερόταν ποτέ στην ταινία αυτήν με κολακευτικά λόγια, η αλήθεια είναι πως ο «Αγνωστος» είναι μεν η πιο συμβατική δουλειά που ο μέγιστος δημιουργός υπέγραψε ποτέ, συγκριτικά πάντοτε με τους στυλιστικούς τυχοδιωκτισμούς που διέκριναν άλλα του φιλμ, αποτελεί παρ’ όλα αυτά ένα πρώτης τάξεως ψυχολογικό θρίλερ.
Καθώς ένας κυβερνητικός πράκτορας προσπαθεί να ξεσκεπάσει την ταυτότητα ενός Ναζί εγκληματία, ο οποίος κατοικεί σε μια ειδυλλιακή Αμερικανική κωμόπολη και κρύβεται πίσω από τα καθησυχαστικά χαρακτηριστικά ενός ήρεμου οικογενειάρχη, η ταινία του Γουέλς κατόρθωνε να εξυπηρετήσει τον ψυχαγωγικό σκοπό της, επιχειρούσε όμως ταυτόχρονα μια από τις πρώτες απόπειρες του σινεμά να μιλήσει για τον εφιάλτη και την τερατωδία του φασισμού, λίγο μάλιστα καιρό μετά την εκπνοή του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
Με μια πιο προσεκτική ματιά διαισθάνεται κανείς, ωστόσο, ότι αυτό που ενδιέφερε περισσότερο τον Γουέλς και τους σεναριογράφους του ήταν να ξεσκεπάσουν την υφέρπουσα παράνοια και τους κρυμμένους κινδύνους που καραδοκούσαν πίσω από την all American θαλπωρή των παραμυθένιων επαρχιακών πόλεων και των φιλειρηνικών ανθρώπινων κοινοτήτων εκείνης της εποχής. Σε έναν τέτοιο καρτποσταλικό εφησυχασμό απαντά με ειρωνεία ο «Άγνωστος», προσφέροντας στην πορεία ένα αγωνιώδες κινηματογραφικό κυνήγι της γάτας και του ποντικού.