Την εποχή της ποτοαπαγόρευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα αδέλφια Φόρεστ, Χάουαρντ και Τζακ Μπόντουραντ παρασκεύαζαν ξεχωριστό ουίσκι -γνωστό και ως «σεληνόφως»- στα κατάφυτα βουνά της Πολιτείας Φράνκλιν της Βιρτζίνια. Επαρχιώτες λαθρέμποροι με δικούς τους κανόνες «τιμής» και άτυπο αρχηγό τον Φόρεστ, αντιτάχθηκαν στον αστυνόμο Τσάρλι Ρέικς του Σικάγο που ήθελε μερίδιο από το αλισβερίσι της περιοχής.
Εχθροί μέχρι θανάτου στους βίαιους «Παρανόμους» του Τζον Χίλκοουτ, οι Τομ Χάρντι και Γκάι Πιρς, που υποδύονται τους Φόρεστ Μπόντουραντ και αστυνόμο Ρέικς, αντίστοιχα, ακολούθησαν τους δρόμους του ενστίκτου για να ερμηνεύσουν τους υπαρκτούς χαρακτήρες της ταινίας (προβάλλεται στις αίθουσες από χθες). «Ο Τομ κι εγώ θέλαμε ο ανταγωνισμός στην οθόνη να είναι αληθινός. Θέλαμε η δυναμική να είναι αληθινή... Το δουλέψαμε σε διάφορα επίπεδα», εξηγεί ο Πιρς, ο Αυστραλός με την αγγλική καταγωγή που έγινε γνωστός από το «Μemento».
Η αληθινή ιστορία των ανυπότακτων αδελφών μεταφέρθηκε στο βιβλίο «The wettest county in the world» από τον απόγονό τους Ματ Μπόντουραντ και τώρα στον κινηματογράφο από τον Χίλκοουτ σε σενάριο του Νικ Κέιβ. Αλλά όχι, ο Πιρς μπορεί να εμπνεύστηκε τη χωρίστρα του ήρωά του από μια φωτογραφία, δεν έκανε όμως έρευνα για να υποδυθεί τον σαδιστή Ρέικς, ούτε καν διάβασε τη λογοτεχνική πηγή. «Βασίστηκα μόνο στο σενάριο», λέει ο ηθοποιός. «Μου είναι δύσκολο να εξηγήσω τον τρόπο που αποκρυσταλλώνεται ένας χαρακτήρας, αλλά προκύπτει από το τι υπάρχει στις σελίδες και από την εκδοχή που έχω στο μυαλό μου».
Ο Τομ Χάρντι, ο σωματώδης «κακός» του τελευταίου, που πρωτοπροσέξαμε στο βιογραφικό «Bronson» και στο «Inception», λειτούργησε με την ακοή του για να πετύχει την προφορά του Φόρεστ. «Ακουγα», εξηγεί ο ίδιος. «Νομίζω ότι κάποιες φορές η προφορά δεν χρειάζεται να είναι συγκεκριμένη, αλλά να αρμόζει σε έναν τόπο και να ακούγεται οικεία. Στο Λονδίνο, στη γειτονιά μου, ακόμα και στο Ανατολικό Σιν, που είναι μία περιοχή στο μέγεθος ενός γραμματοσήμου -η πεμπτουσία της περιφρουρούμενης λευκής μεσαίας τάξης στα προάστια- υπάρχει ποικιλομορφία, οπότε μια προφορά δεν είναι πάντα συγκεκριμένη. Και είμαι τρελός γι' αυτά - λατρεύω τις προφορές...», σχολιάζει ο Χάρντι και συνεχίζει: «Δεν μπορώ να σας πω ούτε αν η προφορά μου στους ''Παρανόμους'' είναι γνήσια, ούτε αν είναι αυθεντική, ούτε κι αν μου καίγεται καρφί (γελάει). Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ο χαρακτήρας - αν ταυτίζεσαι μαζί του, αν σου αρέσει και αν μπορεί να ξεφύγει κάνοντας αποτρόπαια πράγματα κι εσύ να συμπάσχεις μαζί του. Στο κάτω κάτω, έχει να κάνει με το αν σου αρέσει ή όχι. Εκοψε τους όρχεις κάποιου. Θα ήθελες να καθίσεις σε ένα δωμάτιο με έναν άντρα που έκοψε τους όρχεις κάποιου;».
Η βία, αναπόσπαστο κομμάτι του σινεμά του Τζον Χίλκοουτ («The proposition», «Ο δρόμος») απεικονίζεται κι εδώ πότε γλαφυρά και πότε υπαινικτικά. «Είναι θέμα συναισθημάτων», εξηγεί ο Γκάι Πιρς, για να προσθέσει: «Οποιαδήποτε η πλευρά του χαρακτήρα στον οποίο εντρυφάς, όλα έχουν να κάνουν με το να βρεις την καρδιά του. Το ίδιο συμβαίνει και με τη βία».
Επηρεάζει η βία τους πρωταγωνιστές; «Ναι, είναι θεραπευτική κατά ένα τρόπο. Επικίνδυνη θεραπεία, αλλά τη βρίσκω θεραπευτική», ομολογεί ο Αυστραλός ηθοποιός και ο Βρετανός συνάδελφός του σπεύδει να διευκρινίσει: «Μπορεί να είναι έτσι, κατά έναν τεχνητό τρόπο, όμως η βία στην πραγματικότητα είναι φρικιαστική. Αληθινά φρικιαστική και αληθινά πεζή. Μερικές φορές προκύπτει από το πουθενά και είναι σοκαριστική».
«Διασκεδάζουμε παίζοντας ''Καουμπόηδες και Ινδιάνους'' και τρέχοντας γύρω γύρω πυροβολώντας ο ένας τον άλλο», καταλήγει ο Πιρς και δηλώνει: «Η βία σε επηρεάζει όσο την αφήνεις να σε επηρεάσει. Ποτέ όμως πραγματικά γιατί έχεις την ασφάλεια του κινηματογραφικού θιάσου γύρω σου...».