Ο Γουές Αντερσον ανέκαθεν έκανε ένα ιδιότυπο είδος παρωδίας: οι εκάστοτε ταινίες του μιμούνται κάθε φορά κάποιο κινηματογραφικό είδος αποδομώντας τους τυπικούς του κανόνες, με στόχο όμως όχι (μόνο) το γέλιο, αλλά και την περαιτέρω συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Ποιος είπε εξάλλου ότι δεν κρύβεται συγκίνηση και στην καρικατούρα;
Έτσι κι εδώ, σ'αυτή την ιστορία δύο απροσάρμοστων παιδιών της δεκαετίας του '60, που ερωτεύονται και αποφασίζουν να το σκάσουν μαζί, ο θεατής θα αναγνωρίσει όλα τα κλισέ των ταινιών καταδίωξης φυγάδων και στρατιωτικής περιπέτειας. Από τα “Μπόνι και Κλάιντ” και “Badlands” μέχρι τον “Φυγά”, o Άντερσον μπολιάζει την ταινία με αναφορές - σε ένα εντελώς απροσδόκητο πλαίσιο ωστόσο, δημιουργώντας κινηματογραφική terra incognita.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές της ιστορίας ασφυκτιούν στο μικρό, απομονωμένο νησί όπου μεγαλώνουν και νιώθουν παρίες στο περιβάλλον τους. Ο Σαμ περνάει το καλοκαίρι του σε μία κατασκήνωση προσκόπων, όπου δίνει διέξοδο στην αγάπη του για οργανωτικότητα και την επαφή με τη φύση, ενώ η Σούζι ακούει γαλλικούς δίσκους στο πικάπ του μικρού της αδερφού και παρακολουθεί τα πάντα με το αγαπημένο της αξεσουάρ, ένα ζευγάρι κυάλια.
Η γνωριμία τους θα συνοδευτεί από το αναπόφευκτο coup de foudre και θα το σκάσουν μαζί, κινητοποιώντας την υπόλοιπη προσκοπική ομάδα και τον απόλυτο πρόσκοπο-αρχηγό της (Έντουαρντ Νόρτον), τον αστυνομικό της περιοχής (ο Μπρους Γουίλις σε ένα ρόλο που αποδεικνύει ότι θα έπρεπε να είναι μόνιμος κάτοικος στο σύμπαν του Γουές Άντερσον), και φυσικά τους γονείς της Σούζι (Μπιλ Μάρεϊ και Φράνσις ΜακΝτόρμαντ). Όλα τα σκηνοθετικά τερτίπια του Άντερσον - που με τα χρόνια έγιναν αντικείμενο μίμησης από άλλους σε βαθμό αηδίας - είναι παρόντα: οι χαρακτήρες μάς συστήνονται μέσα από χαρακτηριστικά pans και αποκαλύπτονται σε υπέροχα σλόου μόσιον με ρετρό σάουντρακ (εδώ κατά βάση κλασικής μουσικής). Ξανά συναντάμε παρόντες-απόντες γονείς, αποξενωμένα αδέρφια και “περίεργους” χαρακτήρες, που μοιάζουν να περνάνε παρατεταμένη εφηβεία. Τι αλλάζει λοιπόν;
Μα, καταρχήν, το πλαίσιο. Για πρώτη φορά ο Άντερσον μοστράρει την βίντατζ αισθητική του στην χρονική περίοδο που όντως άνθισε - τη δεκαετία του `60. Τα ντεκόρ του και τα κοστούμια του δεν είναι (μόνο) μία ευκαιρία να δημιουργήσει έναν quirky κόσμο στον οποίο οι χίπστερ θα έκαναν πάρτι, αλλά αποτελούν την αισθητική πραγματικότητα μιας εποχής. Και οι πρωταγωνιστές του όμως, αυτή τη φορά δεν περνάνε την εφηβεία στα 30, τα 40 ή τα 50 τους, αλλά στα 14.
Όλα δείχνουν πως η ενηλικίωση του Γουές δεν είναι μακριά. Στην αρχή της ταινίας οι ήρωες ακούνε μία συμφωνία που αποτελείται από ένα βασικό θέμα, το οποίο κάθε οικογένεια οργάνων της ορχήστρας επεξεργάζεται σε διαφορετικές παραλλαγές, για να ξαναμπεί στο τέλος δυναμικά, με τη συμμετοχή όλων των μουσικών. Ο Άντερσον κλείνει το μάτι στο θεατή, για να μας θυμίσει πως και ο ίδιος ως μαέστρος δουλεύει πάντα τις παραλλαγές ενός βασικού μοτίβου.
Εδώ ακουμπάει τον πρώτο έρωτα με ευαισθησία και χιούμορ, με μνήμη από τις πληγές και το “για πάντα” που κρύβει άθελά του το πρώτο άγγιγμα, και τελικά επιστρέφει, για μία ακόμη φορά, στην αρχετυπική του διερεύνηση της οικογενειακής δυσλειτουργίας, του εφηβικού άγχους και αυτής της απροσδιόριστης θλίψης - απλώς με περισσότερη ωριμότητα. Αυτό δε σημαίνει εξάλλου να μεγαλώνεις;
Φαίδρα Βόκαλη