Η φιλμογραφία του Γούντι Άλεν κατατρύχεται από ένα τεράστιο Εγώ που πολλαπλασιάζεται από ταινία σε ταινία, κάνει ότι καλύπτει τα τρωτά του σημεία για να ανοίξουν καινούρια, ψάχνει τα όρια της επικοινωνίας του με τους άλλους, αυτοσαρκάζεται μπροστά στον καθρέφτη και μας καλεί να πάρουμε μάτι.
Δεν είναι ο μόνος από τους απειράριθμους δημιουργούς που το έχουν πράξει, αλλά σίγουρα από τους ελάχιστους που αδιαφόρησαν τόσο επιδεικτικά να φορέσουν στο Εγώ τους ένα προσωπείο. Το πρωταρχικό θέμα που διατρέχει τις ταινίες του Γούντι Άλεν είναι, όπως επανειλημμένα έχει ειπωθεί και διχάσει το κοινό του μικροσκοπικού Εβραίου, ο ίδιος ο Γούντι Άλεν. Από αυτήν την σκοπιά, η ιδιοφυής και τόσο τρυφερή φιλμική κατασκευή με τον τίτλο «Ζέλιγκ» δεν είναι η πιο «διαφορετική» του ταινία, μα απεναντίας το κλειδί για όλες τις υπόλοιπες.
Με όχημα τη φόρμα του ψευδοντοκιμαντέρ, που δεν δηλώνεται ξεκάθαρα ως τέτοιο, ο Άλεν δημιουργεί ένα φιλμ-χαμελαίοντα πάνω σε έναν άνθρωπο-χαμελαίοντα: τον Λέοναρντ Ζέλιγκ, που αναστάτωσε την Αμερική των αρχών του εικοστού αιώνα με την ανεξήγητη ικανότητά του να προσαρμόζεται στα φυσικά χαρακτηριστικά του περίγυρού του.
Μαύρος ανάμεσα σε μαύρους, Ινδιάνος ανάμεσα στους Ινδιάνους, ο Ζέλιγκ έχει όλες τις ταυτότητες του κόσμου. Δηλαδή καμία; Το ερώτημα μπορεί να μην λύνεται από τους επιφανείς διανοούμενους που καλούνται να καταθέσουν την γνώμη τους (Μπετελχάιμ, Σούζαν Σόνταγκ κ.α.) ή από τη συνεχή κατασκευή ή παραπλανητική παράθεση εικόνων αρχείου. Ίσως όμως να λύνεται από τη φαινομενικά απλοϊκή εξομολόγηση του Ζέλιγκ «θέλω να αγαπηθώ», μέσω της οποίας ο Άλεν φαντασιώνεται το μόνο γιατρικό για το αδηφάγο, ευέλικτο Εγώ του. Το οποίο εδώ χρησιμεύει και ως ιδανικό αλληγορικό σχήμα για τη μοίρα ενός ολόκληρου λαού που διώχθηκε, άλλαξε ονόματα, μυήθηκε στην πλαστογραφία.
Ένα ψευδοντοκιμαντέρ-σημείο αναφοράς (μάλλον το σημαντικότερο μαζί με το «F for Fake» του Όρσον Γουέλς) και μαζί ένα πικρά χιουμοριστικό σχόλιο πάνω στην κρίση ταυτότητας του ενός και των πολλών.