Ο καθένας μπορεί να εκφράσει τις προτιμήσεις του για την καλύτερη ταινία του Τζον Φορντ, του κατεξοχήν Αμερικανού σκηνοθέτη που συστηνόταν λέγοντας απλώς «Με λένε Τζον Φορντ και κάνω γουέστερν». Κάποιοι προτιμούν το κλασικό μεγαλείο της «Ταχυδρομικής Άμαξας», ενώ κάποιοι άλλοι παρασύρονται από την παραβατική (απέναντι στη φόρμα του γουέστερν αλλά και το μύθο του ηρωικού καουμπόι) «Αιχμάλωτη της Ερήμου». Όχι απλώς αριστουργήματα, οι δύο αυτές ταινίες αποτελούν σημάδια της προοδευτικής ωρίμανσης του Φορντ, ο οποίος γερνάει χέρι-χέρι με τον ένδοξο μύθο της Δύσης. Γυρισμένο στο προσωπικό του ηλιοβασίλεμα, λοιπόν, το τελευταίο του αριστούργημα με τίτλο «Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς» οδηγεί τα είδωλα του γουέστερν σε έναν όχι και τόσο ένδοξο αποχαιρετισμό.
Καθώς ο γερουσιαστής Ράνσομ Στόνταρντ γυρίζει πίσω στη μικρή πόλη του παρελθόντος για την κηδεία ενός μυστηριώδους αγνώστου, το φλας μπακ που αναγκάζεται να ξετυλιχθεί δεν θα αποκαλύψει μόνο τη διαδικασία κατασκευής ηρώων, αλλά και ολόκληρο το πέρασμα του αμερικανικού πολιτισμού από το νόμο των όπλων σε αυτόν των θεσμών. Η ιστορία, τελικά, είναι το σύνολο της σκόνης που κατακάθεται πάνω στα γεγονότα. Πολύ πριν το διατυπώσει ο Μπερτολούτσι με τη «Στρατηγική της Αράχνης», ο Φορντ θα χρησιμοποιούσε ένα σπουδαίο σενάριο για να σκάψει με βαθιά μελαγχολία πίσω από την εικόνα του ήρωα. Εκεί όπου το «Shot» του αυθεντικού τίτλου μπορεί να εκληφθεί και με την κινηματογραφική του έννοια και ο Φορντ, αυτός ο γίγαντας του κλασικού σινεμά, δεν διστάζει να παραδώσει μια σπουδή πάνω στα ακατάπαυστα ψεύδη των εικόνων.