Ρεσιτάλ ερμηνείας από τον δεκατριάχρονο –και πρωτοεμφανιζόμενο- Τόμας Χορν και μάθημα λιτότητας από τον ογδοντατριάχρονο Μαξ φον Σίντοφ. Η σκηνοθεσία όμως είναι συμβατική, το σενάριο κάπως κουραστικό και η διάρκεια μεγάλη.
Δεν αξίζει βέβαια την σφαγή που υπέστη από τους αμερικανούς κριτικούς (αρκετοί την έβαλαν στις «χειρότερες ταινίες της χρονιάς») ούτε όμως και την υποψηφιότητα για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
Αυτό που πάντως σίγουρα αξίζει στην ταινία είναι η ερμηνεία του φον Σίντοφ. Με το που εμφανίζεται, η οθόνη αποκτά μια άλλη υπόσταση. Μεγαλώνει. Καθαρίζει από τις υπερβολές.
Συνοδός του μικρού ήρωα, ο φον Σίντοφ παίζει ένα βουβό άνθρωπο ο οποίος τον βοηθά να ορίσει την σχέση του απέναντι στην πραγματικότητα και να ενηλικιωθεί. Και το κάνει τέλεια.
«Ταινία ενηλικίωσης» λοιπόν (coming of age) με βασικό ζητούμενο- όπως συμβαίνει πάντα- το ταξίδι, την διαδικασία, τα εμπόδια που θα βοηθήσουν το παιδί να ωριμάσει.
Μαθημένο να αντιμετωπίζει δύσκολα προβλήματα με χιούμορ και φαντασία, το παιδί αυτό -που έχει χάσει τον πατέρα του στους δίδυμους πύργους- υποβάλει τον εαυτό του στην αναζήτηση μιας ουτοπίας: μιας φανταστικής κλειδαριάς που ανοίγει με το κλειδί που βρήκε στο ντουλάπι του πατέρα του. Θα πάει σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης με σκοπό να βρει τι έχει κρύψει ο πατέρας του πίσω από αυτή την κλειδαριά.
Βασισμένος σε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, ο βραβευμένος με Όσκαρ –και σπεσιαλίστας των διασκευών- σεναριογράφος του «Φόρεστ Γκαμπ» Έρικ Ροθ, παρέδωσε στον σκηνοθέτη του «Μπίλι Έλιοτ» και των «Ωρών» ένα εσωτερικό μονόλογο. Ολόκληρο το βιβλίο εξάλλου δεν είναι τίποτε παρά ένας μονόλογος.
Το βασικό αυτό πρόβλημα, που δημιουργεί μια στατική αφήγηση και μειώνει την δυναμική της δράσης, αντιμετωπίστηκε με την επιλογή του μικρού πρωταγωνιστή. Προσπάθησε δηλαδή ο Στίβεν Ντάλντρι να δώσει πνοή στην ταινία του στηρίζοντάς την πάνω στο ταλέντο και τη λάμψη του Τόμας Χορν.
Και κατά κάποιο τρόπο το πέτυχε. Ο Χορν είναι καταπληκτικός. Χαριτωμένος και απίστευτα φωτογενής, στέκεται με μοναδική άνεση απέναντι στον Τομ Χανκς, την Σάντρα Μπούλοκ, τον φον Σίντοφ και την Βαϊόλα Ντέιβις σαν να ήταν κολλητοί του από το σχολείο.
Δεν αρκεί όμως ο Χορν. Οι συχνές συναισθηματικές υπερβολές και η εύκολη υπογράμμιση της συγκίνησης με εξαντλημένα κλισέ, αδυνατίζουν την ταινία. Η σκηνοθεσία, επίσης, δεν είναι τίποτε ιδιαίτερο: απλή, διεκπεραιωτική, χωρίς μεγάλη φαντασία. Προβληματική είναι και η διάρκεια. Αν είχαν κοπεί 20 λεπτά- από τα 129- η ταινία θα γινόταν πιο ανάλαφρη, πιο ευέλικτη. Άστοχο είναι και ολόκληρο το φινάλε. Αμήχανο, βαρύ, χωρίς χάρη.
Στο τέλος πάντως σου μένει η παράξενη αίσθηση μιας ταινίας «για Κυριακή απογευματάκι» την οποία - για ένα περίεργο λόγο- δεν μπορείς να την ξεχάσεις και τόσο εύκολα.
Ορέστης Ανδρεαδάκης