Το δυσκολότερο για τον Κάρι Φουκουνάγκα, σκηνοθέτη του Τζέιν Έιρ δεν πρέπει να ήταν το να απομακρυνθεί υφολογικά από το εξαιρετικό ντεμπούτο του, «Sin Nombre», που είναι χιλιόμετρα μακριά από κλασική λογοτεχνία κορσέδων και καταπιεσμένων συναισθημάτων, αλλά αντίθετα το να διαχωρίσει την δική του ερμηνεία από τις τόσες άλλες μεταφορές του πιο-κλασικό-δεν-γίνεται, πολυαγαπημένου μυθιστορήματος. Λίγες ηρωίδες, εξάλλου, έχουν υπομείνει τόσες και τόσες μεταφορές σε μικρή και μεγάλη οθόνη όσο η ορφανή και κατατρεγμένη Τζέιν, και αναπόφευκτα κάθε νέο πρότζεκτ δύσκολα δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες και κατατάσσεται στα απαιτητικά, είτε επειδή η ιστορία είναι χιλιοειπωμένη είτε επειδή το είδος ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό μια συγκεκριμένη κινηματογραφική γλώσσα.
Ο Φουκουνάγκα, όμως, τελικά ετοίμαζε μια ευχάριστη έκπληξη με αυτήν την ατμοσφαιρική, εξαίσια φωτογραφημένη ταινία που δείχνει να διασκεδάζει (ειδικά στην αρχή της) με τα πιο γκόθικ στοιχεία της ιστορίας, δείχνοντάς μας ένα γεμάτο σκιές και τρομακτικά περάσματα Θόρνφιλντ, που περιβάλλεται από αφιλόξενα, χαρακτηριστικά αγγλικά τοπία που μαστίζονται από βροχή και καλύπτονται από ομίχλη. Όχι μόνο ο Φουκουνάγκα έχτισε έναν απόλυτα ταιριαστό κόσμο για να στεγάσει την ιστορία του και απέφυγε την οπτική μονοτονία των ταινιών εποχής, αλλά έκανε εξαιρετικές επιλογές και στους ηθοποιούς του: ο Ρότσεστερ του Μάικλ Φασμπέντερ και η Τζέιν της Μία Γουασικόφκα μένουν πιστοί στο πνεύμα των χαρακτήρων στο χαρτί (έστω κι αν ο Ρότσεστερ δεν περιγράφεται ως τόσο εμφανίσιμος - το αντίθετο μάλιστα) και μοιράζονται την χημεία που είναι απαραίτητη για να επενδύσουν τους σπινθηροβόλους διαλόγους τους με το συναίσθημα που τους χρειάζεται.
Εκεί που η ταινία αποτυγχάνει, όμως, είναι στην δημιουργία ατμόσφαιρας πέρα από την γκόθικ ένταση της αρχής. Αρνούμενη να αγκαλιάσει τα πιο μελοδραματικά στοιχεία της ιστορίας (ό,τι δηλαδή έχει σχέση με το Μυστικό και τι ακολουθεί της αποκάλυψής του), η ταινία βιάζεται στον χειρισμό σημαντικότατων σκηνών κορύφωσης του δράματος, και στερεί την πραγματική απόλαυση τού να δούμε αυτούς τους κλειστούς ανθρώπους να βιώνουν πιο προφανώς ό,τι αισθάνονται. Αυτό σε συνδυασμό με το λογικό αλλά υπερβολικά προφανές εύρημα της δόμησης της ιστορίας με φλασμπάκ μειώνει την δύναμη της πηγής αλλά και το εξαιρετικό, πολλά υποσχόμενο πρώτο μέρος.
Χριστίνα Λιάπη