Μια παρέα εμφανίσιμων κολεγιόπαιδων, μια απομακρυσμένη τοποθεσία, μια λίμνη γεμάτη πεινασμένους καρχαρίες – πώς είναι δυνατόν ο σκηνοθέτης του «Shark Night» να μην κατάλαβε ότι η ταινία του δεν είναι τίποτα άλλο από ένα b-movie; Και αν το ήξερε, γιατί δεν ακολούθησε το παράδειγμα των καλτ, και περήφανων για αυτό, περσινών «Piranha», με το χιούμορ τους και την απενεχοποιημένη σπλατεριά τους;
Η πιο-κλισέ-δε-γίνεται εισαγωγή στην ιστορία μάς συστήνει τους μελλοφάγωτους χαρακτήρες, που είναι υποσχόμενα αναλώσιμοι (η συμπάθεια σε τέτοιου είδους ταινίες είναι απαγορευτική), αλλά τελικά δίνει την θέση της σε ένα νερόβραστο, βαρετό τίποτα, με ελάχιστο σασπένς και έναν εμφανή και παράλογο για το genre δισταγμό να δημιουργήσει τον τρόμο που υπόσχεται. Οι χαρακτήρες βγαίνουν μεν από τη μέση αλλά η ταινία, προφανώς προσπαθώντας να μη βγει ακατάλληλη για ανηλίκους, θολώνει τα νερά με αίμα και απομακρύνει το βλέμμα της από τις επιθέσεις, προδίδοντας έτσι τους φαν του είδους, που είναι και το μόνο κοινό που θα ασχοληθεί μαζί της. Είναι δυνατόν να περίμενε ότι μόνο η αφελής πλοκή, οι ξύλινοι διάλογοι και οι ελλιπείς ερμηνείες θα μπορούσαν να το συντηρήσουν;
Όταν τάζεις μια λίμνη γεμάτη με καρχαρίες και μάλιστα τέτοιους που κάνουν τα πάντα για να πιάσουν τροφή (ούτε δελφίνια να ήταν, τόσο συχνά πηδούν έξω από το νερό), ό,τι και να κάνεις με την πλοκή, που εδώ μάλιστα περιέχει και μια αδύναμη απόπειρα για ένα κάποιο κοινωνικό σχόλιο, δεν είναι αρκετό- δώσε καρχαριοθάνατους στο λαό.
Χριστίνα Λιάπη