Η πολυαναμενόμενη επιστροφή της Λιν Ράμσεϊ στη μεγάλη οθόνη, σχεδόν δέκα χρόνια μετά το αριστουργηματικό “Morvern Callar”, είναι ένα συναισθηματικό tour de force, που εκπλήσσει με τα δάνειά του από το σινεμά του τρόμου. Το φιλμ αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου μπεστ-σέλερ της Λάιονελ Σράιβερ, στο οποίο η Ράμσεϊ κατέληξε μετά την άκαρπη -λόγω Πίτερ Τζάκσον- προσπάθειά της να καταπιαστεί με τα “Παραδεισένια Οστά”.
Και σε αυτή την περίπτωση, ένα παιδί και ένας γονιός είναι οι πρωταγωνιστές του δράματος, που εξελίσσεται μέσα από βίαια, αλλά ποτέ εκβιαστικά, φλας-μπακ, από το εφιαλτικό παρόν σε ένα κάποτε “ευτυχισμένο” παρελθόν. Η Εύα είναι η “αμαρτωλή” γυναίκα που έφερε στον κόσμο τον Κέβιν, ένα παιδί που, μεγαλώνοντας, έμελλε να προξενήσει τόσο κακό όσο η μητέρα του ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί.
Τι έκανε λάθος; Τι έφταιξε και ο γιος της κατέφυγε στο έγκλημα; Η εφιαλτική καθημερινότητα μιας γυναίκας που πληρώνει τις αμαρτίες του τέκνου της (όπως μάλλον και το ίδιο πλήρωσε τις δικές της) διακόπτεται από “επισκέψεις” στο παρελθόν, όπου προσπαθεί να ανακαλύψει την αρχή του “κακού”. Μήπως η ίδια δεν αγάπησε τον γιο της αρκετά; Μήπως αυτή δημιούργησε το τέρας που στέκεται σήμερα μπροστά της;
Η Λιν Ράμσεϊ, όπως άλλωστε έχει αποδείξει και στο παρελθόν (“Ratcatcher”) διαθέτει μια ενστικτώδη όσο και αλάνθαστη ματιά για την αποτύπωση του βίαιου και του πραγματικού, χωρίς να θυσιάζει τις εικαστικές της ανησυχίες. Όλα αυτά βέβαια δεν θα σήμαιναν πολλά αν δεν είχε ταυτόχρονα τη δυνατότητα να τοποθετεί εμβόλιμα σε αυτό τον γραμμικό άξονα του ρεαλιστικού στιγμές καθαρής ποίησης, φτιάχνοντας σπουδαίο σινεμά.
Στο “Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν”, η σκηνοθετική της δεξιοτεχνία αγγίζει ανεξερεύνητες περιοχές, καθώς μπολιάζει την ταινία με στιγμές γνήσιας ανατριχίλας, θυμίζοντας πολλές φορές horror film: το εμμονοληπτικό sound design, τα βίαια cuts και οι παρατεταμένες σιωπές μεταξύ του Κέβιν και της μητέρας του δημιουργούν μια κλιμακούμενη ένταση, της οποίας το βίαιο ξέσπασμα περιμένει με μαθηματική ακρίβεια ο θεατής.
Δυστυχώς, η τόσο δύσκολα κερδισμένη ισορροπία μοιάζει να χάνεται σταδιακά, αφού ο Κέβιν της Ράμσεϊ τείνει προς την καρικατούρα, θυμίζοντας περισσότερο το παιδί του σατανά, παρά ένα προβληματισμένο και αβοήθητο πλάσμα. Και αυτό που θα μπορούσαμε ίσως πιο εύκολα να συγχωρήσουμε σε άλλους σκηνοθέτες, για την πάντα διακριτική και γεμάτη υπονοούμενα μαεστρία της Ράμσεϊ μοιάζει με φοβερό ατόπημα.
Μη γελιέστε πάντως, η ταινία θα σας κρατήσει στην άκρη του καθίσματος μέχρι την τελευταία στιγμή: Όχι μόνο λόγω της μεγαλειώδους ερμηνείας της Τίλντα Σουίντον, αλλά γιατί ο θάνατος, το πένθος, η αξιοπρέπεια και πάνω απ’ όλα η ζωή και τα ένστικτά της στοιχειώνουν την οθόνη με την απόκοσμη ομορφιά που μόνο η Ράμσεϊ ξέρει να δημιουργεί.
Φαίδρα Βόκαλη