Από τη χρήση του φιλμικού χρόνου, τα αργόσυρτα μονοπλάνα, τα καδραρίσματα που επιμένουν στο γενικό και μονάχα σποραδικά διακόπτονται από το μεσαίο και (σπανιότερα) το κοντινό, γίνεται φανερό πως ο Τούρκος σκηνοθέτης Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν έχει παρακολουθήσει πολύ Αντονιόνι, Ταρκόφσκι, Αγγελόπουλο. Κι όμως, τούτος ο φοβερός auteur έχει με τον καιρό εξελίξει ένα εντελώς δικό του κινηματογραφικό ύφος.
Η ειδοποιός διαφορά του μαθητή από τους δασκάλους του: η όλο και εντονότερη, τελειότερη αντίστιξη που επιτυγχάνει ανάμεσα στο στυλ και στο περιεχόμενο. Στον Τζεϊλάν, όσο πιο εκφραστική και εξεζητημένη είναι η εικόνα μέσα στην οποία κινούνται τα πρόσωπα, τόσο πιο απλά και αναγνωρίσιμα γίνονται τα πρόσωπα αυτά, τόσο πιο συνηθισμένη και λαϊκή η γλώσσα και η εκφορά τους - τόσο περισσότερο απομακρύνονται οι χαρακτήρες από τον όποιο στόμφο.
Το ίδιο κι εδώ, στο "Κάποτε στην Ανατολία", τη νέα του ταινία και κατά τη γνώμη μας, το αριστούργημά του. Οπου φεύγει από την Κωνσταντινούπολη του "Μακριά", των "Κλιμάτων αγάπης" και των "Τριών πιθήκων", για να ενορχηστρώσει το δικό του "σπαγγέτι γουέστερν" σε κάποιο σκονισμένο χωριό της Κεντρικής Τουρκίας.
Το υπό αναζήτηση χρυσάφι των ταινιών του Λεόνε αντικαθιστά εδώ ένα θαμμένο πτώμα, τα άλογα ένα αστυνομικό όχημα που περιφέρεται νύχτα στις στέπες με μπαγλαρωμένο τον δράστη που δεν θυμάται πού ακριβώς το έθαψε, τους καουμπόηδες ένας αστυνόμος, ένας εισαγγελέας κι ένας γιατρός, και τις μεταξύ τους μονομαχίες οι λεκτικές ανταλλαγές και κυρίως, οι αναμετρήσεις που συντελούνται στα εσώψυχα του καθένα με το παρελθόν, τα λάθη, τα βαριά μυστικά του.
Τούτα τα τελευταία συναρμολογούνται μονάχα στο τελευταίο 60λεπτο (της 2,5ωρης διάρκειας), στο πλαίσιο μιας δομής ιδιοφυούς, που ξεκινάει από το γενικό για να "μαζευτεί" στο ειδικό. Το πρώτο μέρος, της αστυνομικής έρευνας, κυλάει σιγανά, ατάραχα, με μεγάλες σιωπές αλλά και ασήμαντες κουβέντες που συχνά βγάζουν και χιούμορ, πάντως με δεκάδες λεπτομέρειες που από κάτω δονούνται με αναφορές -μέσα από τους τρεις εκπροσώπους της εξουσίας, συν τον δήμαρχο, στο σπίτι του οποίου τελικά θα διανυκτερεύσουν- στον κοινωνικό ιστό της παλλόμενης ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα πολυεπίπεδης και συγκεχυμένης πολιτικο-οικονομικά Τουρκίας.
Στο δε δεύτερο μέρος, που ξεκινά με την πρωινή ανεύρεση του πτώματος και "εγκαθιστά" στη συνέχεια την πλοκή στο χωριό, το δράμα πυκνώνει, τα κίνητρα αποκαλύπτονται, η βυθομέτρηση στα πρόσωπα εντείνεται. Τα φαινόμενα μπορούν να απατούν, λέει ο Τζεϊλάν μέσα από μια κάμερα ανάλογη με το νυστέρι του ιατροδικαστή, που μας υποχρεώνει να κοιτάμε τους ανθρώπους βαθιά, πέρα από γενικεύσεις και επιπολαιότητες.
Ρόμπυ Εκσιέλ