Από τη μία, το κύμα αντικομμουνισμού που εισήγαγε στη χώρα το κλίμα του μακαρθισμού και από την άλλη το πιο πρακτικό πρόβλημα της εξόντωσης των πεινασμένων κουνελιών, που πολλαπλασιάζονταν ανεξέλεγκτα με τραγικές συνέπειες για τη γεωργία.
Η άγνοια, όμως, μιας τόσο συγκεκριμένης – και παντελώς άγνωστης σε εμάς – χρονικής συγκυρίας δεν αφαιρεί τίποτα από την γοητεία και την ευστοχία της «Celia». Υιοθετώντας την οπτική γωνία της πανέξυπνης αλλά αλαφροΐσκιωτης ηρωίδας, η Τέρνερ δίνει στις δύο αυτές εκστρατείες τις διαστάσεις ενός κυνηγιού μαγισσών που συμπτωματικά θέτει στο στόχαστρο τα δύο μοναδικά καταφύγια της Σίλια από το πένθος και τους επίμονους εφιάλτες της που ξεπηδούν ολοζώντανοι από τα παραμύθια των σχολικών βιβλίων.
Αργά αλλά συντριπτικά, το αφοριστικό βλέμμα της ανήλικης ηρωίδας διαπερνά τη φαινομενική ευημερία, ανασύροντας στην επιφάνεια την υποκρισία που κρύβεται πίσω από τα ευρύχωρα σπίτια των προαστίων και τα κυριακάτικα, οικογενειακά μπάρμπεκιου. Aκόμα και τα υποδείγματα «κανονικότητας» - οι γονείς της μικρής – αποκαλύπτουν σταδιακά ανομολόγητες επιθυμίες και επιθετικά συντηρητικές πολιτικές πεποιθήσεις. Αν και (ή ίσως εξαιτίας του ότι) είναι ολοφάνερα γοητευμένος από την φιλελεύθερη κυρία Τάνερ, ο πατέρας της Σίλια τής απαγορεύει να την επισκέπτεται ή να παίζει με τα παιδιά της, δωροδοκώντας την κόρη του με το χαριτωμένο ασπρόμαυρο κουνέλι που πρωτοείδε στη βιτρίνα του τοπικού pet shop.
Αναπόφευκτα τέτοιοι συναισθηματικοί εκβιασμοί στέλνουν αντιφατικά μηνύματα στον εύθραυστο ψυχισμό της Σίλια. Όταν το κράτος ξεκινά νέα σταυροφορία, αυτή τη φορά ενάντια στα χνουδωτά κατοικίδια, οργισμένη και απογοητευμένη η Σίλια θα έρθει μοιραία σε σύγκρουση με τον κόσμο των μεγάλων. Για να αμυνθεί θα υιοθετήσει τα όπλα των ανηλίκων (ψέματα και υποκρισία) και θα οχυρωθεί πίσω από την ολοένα και πιο σκοτεινή φαντασία της.
Μέσα από ένα εξαιρετικό σενάριο της ίδιας, η Τέρνερ μεθοδεύει τις απανωτές εντάσεις που θα διαρρήξουν για πάντα την επιφανειακή ηρεμία, δίνοντας στο ζεστό αυστραλέζικο καλοκαίρι την αίσθηση νηνεμίας πριν την καταιγίδα. Αν και χάνει ελαφρά την ισορροπία, καταλήγοντας σε μια ακραία τραγωδία, κάνει σαφές ότι το πέρασμα από την αθωότητα στην διαφθορά ενός ακατανόητου κόσμου, που αναζητά διαρκώς αποδιοπομπαίους τράγους, μπορεί να κρύβει θανάσιμους κινδύνους. Ρισκάροντας να κάνει τον χαρακτήρα της Σίλια και των άλλων ανήλικων συμπρωταγωνιστών της αντιπαθή, η Τέρνερ εκμεταλλεύεται κάθε αφορμή για να αναδείξει την συχνά σοκαριστική σκληρότητα που κρύβει η παιδική ψυχή.
Όταν πρωτοπροβλήθηκε, η ταινία της Τέρνερ εισέπραξε πλήθος κολακευτικών συγκρίσεων με άλλες κινηματογραφικές ιστορίες για το τέλος της αθωότητας, όπως τα «400 χτυπήματα» και ο «Άρχοντας των Μυγών», τα λεπτά όρια, όμως, που διαγράφει η «Celia» με τον κόσμο της φαντασίας τής χαρίζουν επιπλέον εκλεκτικές συγγένειες με την «Παρέα των Λύκων» ή τον «Λαβύρινθο του Πάνα». Αμήχανο απέναντι σε αυτόν τον πολυεπίπεδο συνδυασμό προσωπικού και συλλογικού, πολιτικού και φανταστικού, το κοινό αγνόησε το φιλμ παρά τις διθυραμβικές κριτικές. Ίσως ευθυνόταν για αυτό και η διαφημιστική καμπάνια, που προσπαθούσε να το προωθήσει ως ταινία τρόμου με τον παραπλανητικό τίτλο «Celia – A Child of Terror», κάτι που αδικούσε κατάφωρα την εντυπωσιακά ώριμη ερμηνεία της Ρεμπέκα Σμαρτ, υποβιβάζοντάς την σε ένα ακόμα σατανικό παιδάκι.
Η Τέρνερ δεν επαλήθευσε ποτέ τις προσδοκίες που δημιούργησε με το «Celia», ωστόσο το ντεμπούτο της αποτέλεσε μέρος της άνθησης μιας ανήσυχης αυστραλέζικης κινηματογραφίας και παραμένει μία από τις πιο σύνθετες σπουδές πάνω στην όψιμη παιδική ηλικία. Ευτυχώς, σήμερα έχει μια δεύτερη ευκαιρία να αποκτήσει το κοινό και τις cult διαστάσεις που τόσο δικαιωματικά της αξίζουν.