Κάτι η τύχη, κάτι ο προγραμματισμός του Χόλιγουντ, που προσκυνά στο βωμό του buzz, ο Ράιαν Γκόσλινγκ ζει μία από τις πιο πολυάσχολες και δυνατές σεζόν της καριέρας του, θέλοντας και μη. Οι τρεις τελευταίοι μήνες είδαν την κυκλοφορία τριών πολύ διαφορετικών μεταξύ τους ταινιών: το ενίοτε παραμυθένιο και ενίοτε αιματοβαμμένο «Drive», το ρομαντικό «Crazy, Stupid, Love.» και το πολιτικά ευαισθητοποιημένο «Αι Ειδοί του Μαρτίου» μοιράζονται λίγες ομοιότητες, εκτός από την γεύση του μήνα που ακούει στο όνομα Ράιαν Γκόσλινγκ και βλέπει το πρόσωπό του να τον κοιτά από κάθε είδους έντυπο και ηλεκτρονικό μέσο των τελευταίων μηνών.
Είναι μια αναπάντεχη στροφή στην μέχρι τώρα καριέρα του Καναδού ηθοποιού, που, όσον αφορά την έκθεση στα μίντια, έμπαινε μέχρι πρότινος στην κατηγορία των ‘σταρ χαμηλών τόνων’. Παρά τις κάποιες κινηματογραφικές εμφανίσεις που θα μπορούσαν να του εγγυηθούν μια άνετη εμπορική καριέρα, ο Γκόσλινγκ πάντα την υπονόμευε με τα σενάρια και τους σκηνοθέτες που επέλεγε, μακριά από το πολύ κουτσομπολιό και την αυτό-αποθέωση. Ακόμα και όταν το δακρύβρεχτο «Ημερολόγιο» τού σέρβιρε έτοιμη την καριέρα του επόμενου καρδιοκατακτητή, αυτός επέλεξε να υποδυθεί έναν εθισμένο στα ναρκωτικά καθηγητή («Half Nelson») και ένα νεαρό ερωτευμένο με κούκλα του σεξ («Lars and the Real Girl») – όχι ακριβώς ταινίες στις οποίες μπορείς να δεις τον όποιον Άστον Κούτσερ.
Είναι επιλογές σαν κι αυτές (και πολλές άλλες) που σε κάνουν να αισιοδοξείς για το μέλλον του στον κινηματογράφο - εξάλλου τα μίντια σύντομα θα βρουν το επόμενο ‘καυτό’ όνομα να πολιορκήσουν ασφυκτικά και θα προχωρήσουν. Όμως ο Γκόσλινγκ έχει δείξει μία ατράνταχτη οξυδέρκεια σινεφίλ, που ξέρει ότι ένας ηθοποιός δεν μπορεί να είναι καλός σε μια αδιάφορη ταινία, αλλά χρειάζεται έναν ταλαντούχο σκηνοθέτη, έναν ιδιαίτερο σεναριογράφο, κάτι για να απογειώσει την ταινία και την συμμετοχή του σε αυτή μαζί του. Η προσωπική επιλογή του Γκόσλινγκ να αναθέσει το «Drive» στον Δανό Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν, αλλά και η υπομονή που έδειξε μέχρι ο Ντέρεκ Σιανφράνς να μπορέσει επιτέλους να αρχίσει το «Blue Valentine», σήμερα του απέφεραν δύο ευτυχισμένες συνεργασίες με τους δυο σκηνοθέτες που φαίνεται ότι θα συνεχίσουν για καιρό.
Αλλά και πίσω από τις πιο συμβατικές επιλογές του κρύβεται μια άνευ όρων επένδυση χρόνου και ενέργειας, με μια ένταση μπροστά και πίσω από την κάμερα, που δεν του φέρνει πάντα φίλους – απλά ρωτήστε τον Πίτερ Τζάκσον γιατί ο Γκόσλινγκ έφυγε δυο μέρες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα του «The Lovely Bones», ή τον Άντριου Τζαρέκι για το πώς ήταν η συνεργασία τους στο «All Good Things». Θα απαντήσουν διπλωματικά ότι ήταν αμοιβαία απόφαση (Τζάκσον) και ότι «ο Ράιαν έχει έντονη προσωπικότητα και δυνατές απόψεις για την ταινία» (Τζαρέκι) - ο ίδιος ο Γκόσλινγκ, όταν ρωτήθηκε αν είναι περήφανος για την τελευταία, απάντησε με νόημα «είμαι περήφανος για το τι κάνει η Κίρστεν [Ντανστ, συμπρωταγωνίστριά του] στην ταινία».
Η τωρινή επιτυχία δεν είναι βέβαια τυχαία – ο Γκόσλινγκ είναι στο χώρο πάνω από δεκαπέντε χρόνια και διαθέτει όλα τα στοιχεία ενός σταρ: εμφανίσιμος, γοητευτικός και πνευματώδης, ξέρει να μιλάει (και κυρίως να αστειεύεται) στις συνεντεύξεις και να ποζάρει στο κόκκινο χαλί, έχοντας μονίμως την έκφραση ανθρώπου που δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά (πρώτος διδάξας ο πάντα αυτοσαρκαζόμενος Τζορτζ Κλούνι). Έχει γράψει εργατοώρες σε λιγότερο φανταχτερά κομμάτια της βιομηχανίας, από την συμμετοχή του στο Ντίσνεϊ κλαμπ μέχρι το απαράμιλλο «Young Hercules», αποτυχημένους πιλότους για τηλεοπτικά σίριαλ και ασήμαντα περάσματα από ακόμα πιο ασήμαντες ταινίες (βλ. «Remember the Titans»), ενώ έχει κάνει σχέσεις με λαμπερές σταρ - πιο αθόρυβα βέβαια απ’ ό,τι μπορεί να ελπίζει τώρα.
Η μόνη διαφορά του από άλλους που μπορούν να διεκδικήσουν παρόμοιο βιογραφικό; Όταν ακουστεί ο τίτλος της Καλύτερης Ταινίας στα φετινά Όσκαρ, κλείνοντας και επίσημα την φετινή κινηματογραφική σεζόν, όλος αυτός ο θόρυβος γύρω από το όνομά του θα κοπάσει και ο Γκόσλινγκ θα επιστρέψει σε μια πιο φυσιολογική πραγματικότητα – και θα συνεχίσει να κάνει συναρπαστικές κινηματογραφικές επιλογές.
Χριστίνα Λιάπη