Cronos (1993)

30.09.2011
Μετακινούμενος με άνεση από το Χόλιγουντ σε μικρότερου βεληνεκούς, ισπανόφωνες παραγωγές, αλλά χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει το πεδίο του φανταστικού, ο Μεξικανός Ντελ Τόρο δεν είχε εκπληρώσει μέχρι σήμερα τις προσδοκίες που δημιούργησε όταν το «Cronos» πρωτοπροβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών το 1993 και σάρωσε στη συνέχεια τα κινηματογραφικά βραβεία της χώρας του.

Μετακινούμενος με άνεση από το Χόλιγουντ σε μικρότερου βεληνεκούς, ισπανόφωνες παραγωγές, αλλά χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει το πεδίο του φανταστικού, ο Μεξικανός Ντελ Τόρο δεν είχε εκπληρώσει μέχρι σήμερα τις προσδοκίες που δημιούργησε όταν το «Cronos» πρωτοπροβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών το 1993 και σάρωσε στη συνέχεια τα κινηματογραφικά βραβεία της χώρας του.

Ο τότε 29χρονος θαυμαστής των ταινιών της αγγλικής Hammer ολοκλήρωσε το δύο εκατομμυρίων δολαρίων ντεμπούτο του με δωρεές και υπέρογκες χρεώσεις σε πιστωτικές κάρτες. Πέραν του ότι κατόρθωσε να μοιάζει σαν να κόστισε τα διπλάσια, η σίγουρη σκηνοθεσία και η κατάδηλη αγάπη και γνώση για το ταλαίπωρο σινεμά τρόμου γρήγορα του χάρισαν το διαβατήριο για το Χόλιγουντ, αποζημιώνοντάς τον με την δυνατότητα να βάλει σε εφαρμογή ακριβά εφηβικά όνειρα, όπως το «Hellboy», τα οποία πραγματοποιούσε με παιδικό ενθουσιασμό αντίστοιχο ενός Πίτερ Τζάκσον.

Το «Cronos» είναι μια παραλλαγή του βαμπιρικού μύθου αρκετά διαφορετική από ό,τι έχουμε συνηθίσει. Όταν ένας ηλικιωμένος αντικέρ ανακαλύπτει στο εσωτερικό ενός ξυλόγλυπτου αγγέλου μια αλλόκοτη συσκευή σε σχήμα σκαραβαίου, δεν μπορεί να φανταστεί τις ιδιότητές του. Εφεύρεση ενός αλχημιστή του 16ου αιώνα, μπορεί και ξανανιώνει τον ιδιοκτήτη της, ενώ τρέφεται από το αίμα του, μεταδίδοντάς του ταυτόχρονα τη δίψα. Δυστυχώς για τον πρωταγωνιστή, που φέρει συμβολικά το όνομα Ιησούς, η συσκευή αποδεικνύεται περιζήτητη.

Εφευρετικός, ο Ντελ Τόρο έχει το ένστικτο για τη δημιουργία ατμόσφαιρας, διανθίζοντάς τη με μικρές πινελιές τοπικού χρώματος και μελοδράματος. Απογυμνώνει τον μύθο του βρικόλακα από την όποια αποπλανητική γοητεία και τον ταυτίζει με το παράσιτο. Παρουσιάζει την αιώνια ζωή ως μια κατάσταση της οποίας τα προτερήματα ωχριούν μπροστά στη μιζέρια που επιφυλάσσει.

Ο καλοκάγαθος Χεσούς δεν έχει καμία σχέση με τον διαβολικό χαρακτήρα με τον οποίο ταυτίζουμε το βαμπίρ, ούτε ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει τις νέες του ικανότητες. Αυτή η επιλογή του Ντελ Τόρο βαραίνει την ταινία με ένα διαρκές ηθικό δίλημμα, ενώ ταυτόχρονα η σχέση του Χεσούς με την εγγονή του αποτελεί μια γόνιμη συνάντηση της παιδικής ηλικίας με το φανταστικό.

Χωρίς να αφήσει τον ενθουσιασμό ενός θιασώτη του ιταλικού τρόμου να τον παρασύρει σε ανεξέλεγκτες αιματοχυσίες, ο Ντελ Τόρο ανατρέπει τις ισορροπίες καλού και κακού: ακόμη και ο βίαιος χαρακτήρας του Ρον Πέρλμαν θυμίζει ένα καταπιεσμένο παιδί.

Το γεγονός ότι ελάχιστα μαθαίνουμε τελικά για την προέλευση και τη φύση του μυστηριώδους εντόμου που ζει στην καρδιά του «Cronos» και οι διακυμάνσεις στον ρυθμό της ταινίας αναμφίβολα προδίδουν ένα πρωτόλειο έργο.

Ωστόσο, παρά τις όποιες αδυναμίες του, το «Cronos» καταφέρνει να ανανεώσει μια κουρασμένη μυθολογία, αποκαλύπτοντας ένα ταλέντο που έχει ακόμη να προσφέρει πολλά. Παραμένει, ίσως μαζί με το «Candyman», μια από τις λίγες πρωτότυπες και αυθεντικές ταινίες τρόμου των 90s και για αυτό και μόνο αξίζει μια θέση στο πάνθεον των ταινιών του είδους.