Υπηρέτριες

16.08.2011
Αμερικανικός Νότος, 1962. Η 22χρονη Σκίτερ επιστρέφει από το κολέγιο, αποφασισμένη να γίνει συγγραφέας, παρά τις αντιδράσεις της μητέρας της, που προτιμά να τη δει παντρεμένη. Σύντομα θα πάρει μια απόφαση, που θα αναστατώσει όχι μόνο τις ζωές των δικών της ανθρώπων, αλλά και ολόκληρη την κωμόπολη Τζάκσον: να πάρει συνεντεύξεις από τις έγχρωμες γυναίκες που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη φροντίδα εύπορων οικογενειών της περιοχής. Η πρώτη που ανοίγει την καρδιά της είναι η Έιμπελιν, η υπηρέτρια της καλύτερης φίλης της Σκίτερ, κάτι, που όμως αρχικά θα προκαλέσει τη δυσαρέσκεια της κλειστής τους κοινότητας...

Συνεπείς με την τάση του Χόλιγουντ να ωραιοποιεί ιστορικά γεγονότα, οι «Υπηρέτριες» έχουν ένα τόσο ύπουλα καλοσχεδιασμένο κόνσεπτ που σχεδόν αποτελούν από μόνες τους μια υποκατηγορία του σχετικού είδους: δεν αγνοούν την φρίκη των φυλετικών διακρίσεων στον αμερικάνικο νότο στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 , αλλά σκαρφίζονται μια αφελή, τάχα μου αθώα feelgood ιστορία, που στέκεται ανερυθρίαστα δίπλα στα πραγματικά γεγονότα των ταραγμένων εκείνων χρόνων και υποστηρίζει ότι τα σχολιάζει, ενώ στην πραγματικότητα στοχεύει απλά να καθησυχάσει τις ενοχές του λευκού κοινού, ειδικά του τμήματος που έζησε τα χρόνια εκείνα.

Ακόμα και αν της χρεώσεις όλες τις καλές προθέσεις του κόσμου, και αναγνωρίσεις τις ερμηνευτικές αρετές του καστ της, η τουλάχιστον σκανδαλώδης προθυμία της ιστορίας να δώσει μία ασφαλή εκδοχή του τεράστιου χάσματος της κοινωνίας και μια feelgood νότα σε τόσο απελπισμένες εποχές (και μάλιστα χάρη στην γενναιοδωρία μιας λευκής ηρωίδας) αναπόφευκτα φτηναίνει την δοκιμασία και καταλήγει να μοιάζει ύποπτη. Κανείς δεν λέει φυσικά ότι μια ταινία σαν κι αυτή πρέπει να διδάξει ιστορία – αν όμως δεν βρίσκεις την εποχή εκείνη αρκετά σημαντική για να ασχοληθείς μαζί της όπως ήταν, η σωστή απόφαση είναι να μην μιλήσεις καθόλου για αυτή, όχι να μιλήσεις για το πώς θα ήθελες να ήταν. Το χάπι εντ έρχεται για να λυτρώσει τους συγκεκριμένους χαρακτήρες αλλά, επειδή φυσικά όλο αυτό τελικά είναι ένα αφελές παραμύθι, μια απέραντα πικρή γεύση μένει στο στόμα όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους και το κριτικό κομμάτι του εγκεφάλου σου αρχίσει και πάλι να λειτουργεί χωρίς ζαχαρένιους περισπασμούς.

Ακόμα και μια βαθιά προβληματική στην ιδεολογία της ταινία, όμως, αποκτά λόγο ύπαρξης, χάρη στην θεϊκή παρουσία του κρυμμένου θησαυρού που ακούει στο όνομα Βαϊόλα Ντέιβις. Η Εϊμπιλίν της, όπως και η Μίνι της εξίσου ικανής Οκτάβια Σπένσερ, είναι μια γυναίκα βαθιά αξιοπρεπής και βασανισμένη, που δεν καταδέχεται την αυτολύπηση και σου ραγίζει την καρδιά ξανά και ξανά, χάρη στην αθόρυβη ερμηνευτική ιδιοφυία της Ντέιβις. Αν χρειαστεί μια τέτοια εύπεπτη ταινία για να μάθει το ευρύ κοινό το όνομα αυτής μαγευτικής αυτής ηθοποιού, τότε αξίζει να ανεχτείς την παρουσία της ταινίας ακόμα και στα Όσκαρ, αφού τελικά είναι η καρδιά όλης της ταινίας, ο λόγος που η όλη ανοησία καταφέρνει και στέκεται στα πόδια της.

Χριστίνα Λιάπη

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ