Γιατί τρώμε μπακαλιάρο την 25η Μαρτίου; Από πού κρατάει το έθιμο;
Καθώς διανύουμε τη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής υπάρχουν δύο εξαιρέσεις: η Εκκλησία επιτρέπει την ψαροφαγία («κατάλυσις ιχθύος», σύμφωνα με την εκκλησιαστική ορολογία) ανήμερα του Ευαγγελισμού όπως και την Κυριακή των Βαΐων, λόγω της σπουδαιότητας της γιορτής. «Αν δεν έχεις να φας ψάρι, να γλείψεις ψαροκόκαλο», λένε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ενώ σχετικό είναι και το παιδικό τραγουδάκι «Του Ευαγγελισμού και των Βαγιώ,/τρώνε ψάρι και κολιό...».
Το έδεσμα της ημέρας είναι ο μπακαλιάρος (βακαλάος) με ή χωρίς σκορδαλιά. Ο παστός μπακαλιάρος που καταναλώνουμε, εμφανίστηκε στο ελληνικό τραπέζι περί τον 15ο αι. και με την πάροδο του χρόνου καθιερώθηκε ως το πιάτο της εορτής του Ευαγγελισμού. Με εξαίρεση τα νησιά, όπου υπήρχε πάντα φρέσκο ψάρι, στην υπόλοιπη Ελλάδα ο παστός μπακαλιάρος ήταν η φθηνή και εύκολη λύση να υπάρχει ψάρι στο τραπέζι που να διατηρείται χωρίς να χαλάσει.
Όσο για την σκορδαλιά, η καταγωγή της χάνεται στα βάθη της αρχαιότητας με τη συνταγή της να αναφέρεται στους Δειπνοσοφιστές αλλά και σε πολλές κωμωδίες του Αριστοφάνη ως "μυττωτός", δηλαδή μια σάλτσα με ελαιόλαδο, σκόρδο και βρασμένα πράσα.
Το πάντρεμα μπακαλιάρου και σκορδαλιάς φέρεται ότι έγινε στα βυζαντινά χρόνια.