Συνδυάζοντας ένα κουρασμένο πια εύρημα (αυτό της ανταλλαγής σωμάτων) και μια πιο φρέσκια μόδα (αυτή των ενήλικων, βρωμόστομων κωμωδιών), το «Αλλάζουμε;» μοιάζει μηχανικά σχεδιασμένο να υπηρετήσει την μεγάλη αγορά που ανακάλυψε το Χόλιγουντ μετά την επιτυχία του «The Hangover», αφού δε βάζει κανένα όριο στις ακατάλληλες για ανηλίκους ιδέες του. Αυτές οι ιδέες, όμως, ποτέ δεν εξελίσσονται σε κάτι παραπάνω από απλά μια άτσαλη συρραφή χοντροκομμένων στιγμών και αντιπαθητικών χαρακτήρων, και μπορούμε πλέον να μιλάμε για μία από τις χειρότερες κωμωδίες – όχι, ταινίες - της χρονιάς.
Αν βέβαια είναι του γούστου σας το σκατολογικό χιούμορ, τότε μάλλον μόλις βρήκατε την ταινία της ζωής σας γιατί, αν σε κάτι αριστεύει το «Αλλάζουμε», είναι η ψύχωσή του να αποθεώσει όλων των ειδών τις εκκρίσεις. Γεμάτο περίεργες στιγμές (με αποκορύφωμα τα ψηφιακά πειραγμένα μωρά) και σεξιστικό χιούμορ, με μπόλικη δόση κακού γούστου και παντελή έλλειψη μέτρου, το σενάριο ρίχνει τους ηθοποιούς του σε ανεκδιήγητες καταστάσεις, όλα στο πνεύμα του «πόσο μπορούμε να το τραβήξουμε». Αυτοί οι ηθοποιοί είναι οι συνήθως αξιόπιστοι Ράιαν Ρέινολντς και Τζέισον Μπέιτμαν που μοιράζονται μια εύκολη χημεία και καταφέρνουν να πουλήσουν μερικές τουλάχιστον ατάκες κάπως διασκεδαστικά. Αλλά όταν αρχίσουν να συσσωρεύονται οι τραβηγμένες από τα μαλλιά καταστάσεις, αρχίζεις να αμφιβάλλεις για την ικανότητά τους να κρίνουν ένα σενάριο για αυτό που είναι: προχειρογραμμένο, μηδαμινής αισθητικής και προεφηβικού χιούμορ.
Είναι τόσο αξιολύπητα προφανής η ανάγκη των συντελεστών να σοκάρουν και να 'διασκεδάσουν' με αηδιαστικά ακραίες σκηνές που τους φαντάζεσαι να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και να χασκογελάνε με τις τάχα μου ανατρεπτικές ιδέες τους: «δεν θα ήταν τέλειο αν ο πατέρας βρισκόταν τη λάθος στιγμή στο δρόμο μιας έκρηξης διάρροιας; Αν βάζαμε κάποιον να παίρνει μέρος σε πορνό παρά τη θέλησή του; Ή να δέχεται σεξουαλική επίθεση από μια προχωρημένης εγκυμοσύνης νυμφομανή; Σίγουρα πάντως πρέπει κάποια στιγμή ο ένας να ξυρίσει την ευαίσθητη περιοχή του άλλου».
Και φυσικά, επειδή κάποια στιγμή πρέπει αυτό το γελοίο κατασκεύασμα να λάβει τέλος αφότου οι συντελεστές βγάλουν τα κακόγουστα απωθημένα τους, η ταινία πέφτει πίσω στα παλιά καλά χολιγουντιανά κλισέ της μονογαμίας και των γλυκερών Μαθημάτων Ζωής, που επιβάλλονται πια ακόμα και για χαρακτήρες των οποίων το ενδιαφέρον περιστρέφεται γύρω από τα γεννητικά τους όργανα. Είναι αυτός ο συντηρητισμός, τόσο μα τόσο αντίθετος με ό,τι έχουμε αναγκαστεί να υπομείνουμε για μιάμιση ώρα, που αφήνει μια δυσάρεστη γεύση στο στόμα – και σε μια ταινία με τόσες ακαθαρσίες, αυτό λέει πολλά.
Χριστίνα Λιάπη