Σίγουρα ο ίδιος ο Ταραντίνο δεν έκρυψε ποτέ το αναρίθμητα δάνειά του από παραγνωρισμένα κινηματογραφικά είδη, τα οποία μεταλαμπάδευσε μέσα από τις ταινίες του σε μια πιο ευκολοχώνευτη εκδοχή προορισμένη για το mainstream κοινό. Ως εδώ όλα θεμιτά. Ωστόσο η επαφή με την πρωτότυπη πηγή των εμπνεύσεών του ενέχει συχνά ένα σοκ παρόμοιο με την πρώτη εμπειρία ενός συνηθισμένου στην εξευρωπαϊσμένη εκδοχή της ασιατικής κουζίνας με τις αυθεντικές γεύσεις της Άπω Ανατολής: ένας έκπληκτος ουρανίσκος ανακαλύπτει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ως τώρα θεωρούσε δεδομένο.
Μεταξύ μας, οι ομοιότητες της «Lady Snowblood» με το πρώτο μέρος του «Kill Bill» ξεπερνούν κατά πολύ έναν απλό φόρο τιμής στις ασιατικές ταινίες πολεμικών τεχνών. Από τα παγωμένα καρέ που συστήνουν τους χαρακτήρες των «κακών»-υποψηφίων θυμάτων της θηλυκής εκδικήτριας και τα κεφάλαια που χωρίζουν τη δράση, μέχρι το manga ιντερλούδιο, το τραγούδι της Μεΐκο Κάτζι και τη μονομαχία της Ούμα Θέρμαν με τη Λούσι Λιου στο χιονισμένο τοπίο, ο Ταραντίνο πέρα από τη βασική σεναριακή ιδέα «ξεσήκωσε» μοτίβα και τεχνικές, αποδεχόμενος με τον τρόπο του την αρχετυπικότητα της «Lady Snowblood» και την τεράστια επίδραση που άσκησε στον ίδιο και άλλους σκηνοθέτες κάθε εθνικότητας.
Το ότι η ηρωίδα της αποτέλεσε πρότυπο για απειράριθμους, μεταγενέστερους, θηλυκούς – και όχι μόνο – εκδικητές σίγουρα δεν είναι μυστικό. Η έκπληξη έγκειται στο πόσο καλά έχει διατηρηθεί κι ας νομίζουν οι Παρκ-Τσαν Γουκ αυτού του κόσμου ότι έχουν πάρει τη ρεβάνς… Βασισμένη σε ένα δημοφιλές κόμικ, η ταινία αποτέλεσε μια εξεζητημένη παραλλαγή του κινηματογραφικού υποείδους των chambara και της υπερβίαιης αναβίωσης των ταινιών με σαμουράι που μεσουράνησαν το ’60 και το ’70, αποτελώντας το ιαπωνικό αντίστοιχο των γουέστερν.
Η εξαιρετικά απλή υπόθεση της αποτελεί το απαύγασμα όλων των ταινιών εκδίκησης. Η Γιούκι γεννιέται στη φυλακή. Η ίδια της η σύλληψη έχει έναν και μοναδικό στόχο. Λίγο πριν πεθάνει, η μητέρα της επιφορτίζει το βρέφος με το βάρος της εκδίκησης για τον βιασμό της ίδιας και τον φόνο του συζύγου και του γιου της. Με το παρατσούκλι «παιδί του κάτω κόσμου» λόγω της αιματηρής αποστολής της, η γέννηση της αποτελεί προϊόν μίσους. Ως άγγελος θανάτου αγνοεί τις παρακλήσεις για έλεος, απαλλάσσει τέκνα από τα κρίματα των γονιών τους και αγέρωχη σκορπά το θάνατο με το ξίφος που αποκαλύπτει μέσα από το παρασόλι της, σύμβολο κι αυτό της σκληρότητας που κρύβεται κάτω από την εύθραυστη εμφάνισή της.
Η ιστορία μοιάζει με χιλιάδες άλλες, όμως εκείνο που εξυψώνει τη «Lady Snowblood» πέρα από το τετριμμένο exploitation εντός και εκτός της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, παρά τους πίδακες αίματος που ξεπηδούν από τα ακρωτηριασμένα μέλη πλημμυρίζοντας την οθόνη, είναι η εκτέλεσή της και η ιδανική συνύπαρξη δύο ταλέντων μπροστά και πίσω από την κάμερα. Κινηματογραφώντας με απαράμιλλο στυλ, ο Φουτζίτα σπιλώνει το χιόνι με αίμα και ταυτόχρονα σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας Ιαπωνίας στο μεταίχμιο της παραδοσιακής υπεράσπισης τιμής και της εισόδου στο επίκεντρο διεθνών συμφερόντων.
Παρά τις αιματηρές αναμετρήσεις στην επιφάνειά της, η «Lady Snowblood» είναι μια βαθιά μελαγχολική ταινία. Με το άγριο τοπίο να υποδηλώνει συχνά περισσότερα για την συναισθηματική της κατάσταση από το ανέκφραστο πρόσωπο και την παγωμένη ματιά της Μεΐκο Κάτσι, η Γιούκι θυσιάζει τα συναισθήματά της και την γυναικεία της φύση για να εξελιχθεί σε σύμβολο μιας αδέκαστης αλλά ζωτικής σημασίας απονομής δικαιοσύνης.
Με μια σχεδόν μεταφυσική διάθεση, το φινάλε της ταινίας και η επανεμφάνιση της ηρωίδας σε μια επιτυχημένη συνέχεια αποτελούν την καλύτερη απόδειξη ότι η Γιούκι δεν είναι μια απλή θνητή. Είναι η ίδια η ενσάρκωση της ιδέας της εκδίκησης αλλά και της τραγικής ματαιότητάς της.